Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Οι φυτεμένες

Το βράδυ ονειρεύτηκα πως πότιζα έναν κήπο
Πόδια γυναικεία, λεπτοί αστράγαλοι και φλέβες
Δάχτυλα λεπτά, νύχια βαμμένα κόκκινα
Δαντέλες, γραμμές ύδατος, μυρωδιές ροδιού και γιασεμιού

Απ' τα δικά μου δάχτυλα, και τις παλάμες, φύτρωναν κλωστές
Πυκνές σαν τις τρίχες των μαλλιών μου, επίμονες, αόρατες
Στην άλλη άκρη τους έπιναν νερό κι αίμα οι στοιχειωμένες
Παραστάσεις της ζωής μου μία-μία κι όλες μαζί
Κι εκείνα που ούτε τα διώχνω, ούτε τα δέχομαι

Σκάλιζα τον κήπο κι έφτιαχνα έναν κήπο μέσα στον κήπο
Κι έναν κήπο μέσα στον κήπο μέσα στον κήπο
Με τις κλωστές στα χέρια μου, χόρευα τις κούκλες μου
Όπως σαρώνει τη ζωή μου ο θάνατος απ' άκρη σ' άκρη
Σαν σεντόνι μεταξωτό, δεμένο στο κρύο μου σώμα

Είναι τα μάτια μου στραμμένα στον μαγνητικό πόλο
Μιας εποχής χωρίς χρώματα και μυρωδιές και μόνο έτσι βλέπω
Όμως μέσα στο όνειρο, με τον οξύ μου πόνο δρεπάνι, θερίζω
Κόκκινα χρώματα, και φέρνω με τις παλάμες μου πράσινες
Μυρωδιές βασιλικού στα ρουθούνια μου κυματιστά

Εσάς, Που σας φύτεψα σποράκια ακόμα στα εύφορα χώματα
Που σας πότισα Που σας ξερίζωσα από δω Σας ξαναφύτεψα εκεί
Που έτσι ή αλλιώς ανθίσατε και σαπίσατε στην ασπρόμαυρη ζωή μου μέσα
Εσάς, που σας έκοψα χωρίς να σας μυρίσω ή να σας δω
Σας ξαναβρίσκω τα βράδια, ανθισμένες, μυρωμένες, άκοφτες