Το βράδυ ονειρεύτηκα πως φορούσα ένα μεγάλο σακάκι
Περίσσευαν τα μανίκια και οι ώμοι
Περίσσευαν οι πλάτες και το μάκρος του
Έπλεε το μικρό μου σώμα στο επικίνδυνο ρούχο
Φούσκωνα, φούσκωνα, απλωνόμουν να γεμίσω
τον άπλετο χώρο μέσα του αλλά φευ
Ήμουν μικρός κι αυτό αμείλικτα μεγάλο
Κι έμενα έτσι κωμικός να κοιτάζομαι στον μεγάλο καθρέφτη
και να κουνάω πέρα δώθε τα αόρατα χέρια μου
Έστεκε ακίνητο το σακάκι κι εγώ σ' αυτό
μια αδιόρατη γραμμή, ισχνή ανάμεσα στα πέτα του
κι ένα κεφάλι αγκαθωτό, σχεδόν χωρίς σώμα.
Περίσσευαν τα μανίκια και οι ώμοι
Περίσσευαν οι πλάτες και το μάκρος του
Έπλεε το μικρό μου σώμα στο επικίνδυνο ρούχο
Φούσκωνα, φούσκωνα, απλωνόμουν να γεμίσω
τον άπλετο χώρο μέσα του αλλά φευ
Ήμουν μικρός κι αυτό αμείλικτα μεγάλο
Κι έμενα έτσι κωμικός να κοιτάζομαι στον μεγάλο καθρέφτη
και να κουνάω πέρα δώθε τα αόρατα χέρια μου
Έστεκε ακίνητο το σακάκι κι εγώ σ' αυτό
μια αδιόρατη γραμμή, ισχνή ανάμεσα στα πέτα του
κι ένα κεφάλι αγκαθωτό, σχεδόν χωρίς σώμα.