Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Αίθουσα αναμονής

Είναι
τα χείλη σου κρεμασμένα 
στα κλειστά παράθυρα της παρακείμενης κεραμοποιίας.
Χρόνια αθόρυβη, χωμάτινη, επιβλητική, ακίνητη.
Πουλιά φωλιάζουν στα σπλάχνα της.
Αλητάκια σπάνε με πέτρες τα παράθυρα.
Σκόνη ξαπλώνει στη σκόνη της.
Μάτια αδιάκριτα την τρυγούν.

Είσαι
μια αίθουσα αναμονής προσωπική
στο αεροδρόμιο σε προσπερνώ
σαν να μην είσαι
για μένα
παίρνω τα λόγια μου και
τα σπάω σε άγνωστες
λέξεις
Να μπορούσα να σταματήσω να μιλώ
για τα ολόπικρα χείλη σου
με τις άπειρες πτυχές τους
λέω
και συνεχίζω να γράφω.



Το μηδέν

Έτσι λοιπόν μου είπε ένα βράδυ
την αλήθεια της μέδουσας
κι εγώ την πίστεψα ως το τέλος.
Μ´ αυτή την αλήθεια
έφτασα
ως την ηλικία που οι άνθρωποι
καταπίνουν τα χάπια τους
χωρίς νερό.

Κρατάω στα χέρια μου και κοιτώ
την επίμονη φωτογραφία.
Τα τεράστια πενθούντα μάτια της
είναι νησιά
και γύρω μια μαύρη θάλασσα
πτυχωμένη,
πλαισιώνει τη βουβή θλίψη.

Αύριο πάλι θα αναφερθούν οι φαντάροι
πίσω απ´ τον παλιό μαντρότοιχο
Πάλι θα τρέξει το σκυλί στον δρόμο
Θα ανάψουν και θα σβήσουν φώτα,
μηχανές, σώματα.

Αύριο και όλα τα αύριο ένα πορτρέτο στρογγυλό.
Θα επιμείνει κόκκινο, άσπρο και μαύρο
σαν μια ρουλέτα απειλητική
και γοητευτική
όπου κερδίζει πάντα το μηδέν.



Άνθρωπος στη γέφυρα

στην αγαπημένη μνήμη του Φ.


Ένας άνθρωπος μέτρησε μια γέφυρα
με το μπόι του.
Τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του,
ψηλός ήταν, είπανε,
είπανε και πάει.
Ένωσε δυο όχθες τραγικές
τον πέρα με τον δώθε θάνατο,
έσκισε στη μέση το ποτάμι, το
έσκισε και πάει.