Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Άσσος σκέτο

Στις τσέπες του παντελονιού μου βρήκα τον πατέρα μου
σιωπηλός περίμενε να μου πιάσει το χέρι
ανάμεσα στα κρύα κέρματα, τα χαρτονομίσματα και τα μικρά χαρτάκια
Μου 'δωσε τα ψιλά. Ζήτησε να του πάρω τσιγάρα.
Με κομμένα πόδια βρήκα το πιο μακρινό περίπτερο.
Πήρα ένα Άσσος σκέτο.

Αυτό είναι όλο


Σήμερα τι όμορφη μέρα!

Στον εκθαμβωτικό ήλιο παραδομένη. 
Πράσινα λιβάδια πάλλονται στα πόδια μας 
κι ακούμε έναν ήσυχο αχό απ´ τα υπόγεια. 
Περπατάμε ομάδες-ομάδες,
άλλοι πιασμένοι χέρι, 
άλλοι από μόνοι τους,
μιλάμε σιγανά. 
Λάμπουν τριγύρω πεσμένες πόρτες κλειστές,
πίσω τους ζευγάρια χέρια κλειστά,
γύρω τους όμορφα κι άσχημα κηπάρια, 
μικρές φωτιές,
λεπτές γραμμές καπνού γλυκού,
δένουν τους άγνωστους συγγενείς 
μ´ αέρινες κλωστές. 

Περπατάμε κλείνοντας για λίγο τα μάτια
-αυτός ο δρόμος μας πάει μόνος του-
ακούγοντας την ωραία σιωπή, 
πιο κάτω η πόλη δε μας βλέπει
-δε μας βλάπτει-
ακολουθούμε τον χοντρό βαρκάρη
μαύρη παραφωνία στην υπέρλαμπρη ημέρα. 

Σταματάμε σε μια μικρή αυλή. 
Το μαζεμένο κοπάδι μας κραδαίνει 
άσπρα γαρύφαλλα, 
διάφανα νερά αλμυρά, 
λίγη αγαλλίαση, 
στη μύτη του κουταλιού λύπη,
χέρια που θα λερωθούν απ´ το χώμα,
μα όχι ακόμα. 
Πρώτα θα μας πει αυτός μια ιστορία
που θα ´ναι η ίδια και γνωστή. 
Όπως τα πρώτα παραμύθια μας. 
Κι ύστερα θα δώσει το σύνθημα. 
Τελείωσε...

Μια πόρτα ανοιχτή
Μερικές γρήγορες κι αυτόματες κινήσεις
Κουτιά, ξύλα, σχοινιά, όλο το παζλ θα δέσουν. 
Κι ύστερα ο καθένας μας θα κλειδώσει το χώμα από μια στροφή. 
Κι είμαστε πολλοί. 
Πολλές στροφές για να σφραγίζει η πόρτα αμετάκλητα. 
Πολλά λουλούδια υπεροπτικά για να στολίζεται το τέλος. 

Μετά
ενώ θα φεύγουμε
θα κοιτάξουμε τα χιλιάδες φυτεμένα χέρια 
που αντί να είναι αναρωτιόταν
θα κλάψουμε.  θα κλάψουμε λίγο 
την σπορά του μέλλοντός μας.
θα γελάσουμε γιατί όχι ακόμα.  
θα πιούμε κάτι πικρό.
θα φάμε κάτι γλυκό.
θα δικαιώσουμε αυτό που πια δε θα μας βλάψει.
θα φύγουμε για τα ψώνια της εβδομάδας 
ή το καφενείο
ή το σάπιο σπίτι του ο καθένας.

Κι αυτό θα είναι όλο.