Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Τα σκαλοπάτια


Ο κύριος Χ. καλλιεργεί έναν εντυπωσιακό κήπο με σκαλοπάτια. 
Τα φύτεψε σποράκια, ψήγματα ύψους, τρυφερά και ελάχιστα, 
μα τα φρόντισε και τα φροντίζει κάθε μέρα. 
Όταν ξυπνάει το πρωί τα κοιτάζει απ´ το παράθυρο, 
τα χαϊδεύει με τα μάτια του, τους ανοίγει το αυτόματο πότισμα. 

Ο κύριος Χ. αγαπά την τάξη. Τα μεσημέρια ξεχορταριάζει με επιμέλεια. 
Αφαιρεί τα όμορφα αγριολούλουδα που τολμούν να φυτρώσουν ανάμεσά τους. 
Κόβει τα φτωχά χόρτα κι ό,τι θα μπορούσε να του δώσει 
μια εναλλακτική δυνατότητα ανύψωσης
κι αφήνει τα σκαλοπάτια του να μεγαλώνουν ανεμπόδιστα. 

Ο κύριος Χ. θυμάται τις πρώτες μέρες τους πάνω από το χώμα. 
Στιβαρά πέτρινα ανθίσματα, μαρμάρινοι βλαστοί, κοφτερές εξοχές 
που άνοιγαν και πλαταίναν με τον πρώτο ήλιο της άνοιξης, 
πονηροί βιαστές του χώματος, βελόνες που κεντούσαν τη γη
κι ύστερα πλήθαιναν, ενώνονταν, γινόταν συμπαγείς επιφάνειες ολάνθιστες,
γυαλιστερές, στιλπνές, αμύριστες. 

Θυμάται να πατά διστακτικά στην αρχή τα γυάλινα πόδια του πάνω τους. 
Δοκιμάζοντας τις αντοχές των φρέσκων και των νεαρών σωμάτων τους. 
Με πόση χαρά ένιωθε την στιβαρότητα των επιφανειών τους! 
Την στηρικτική τους μεγαλοπρέπεια! Τα δειλά τους ύψη τα αρχικά!
Από κείνο εκεί μπορούσε να δει μια υποψία του δρόμου! 
Και τ´ άλλο πόσο μεγάλωσε. Σε λίγο θα μπορεί να κοιτά την θάλασσα πάνω του. 
Και τα ζηλιάρικα μάτια των γειτόνων του.  Τι όμορφος κήπος πέτρινος!

Κι ύστερα πως μεγάλωναν μέρα με τη μέρα. 
Και πως στην αρχή λύγισε το γόνατο για να απολαύσει λίγο μακρινό γαλάζιο, 
κι ύστερα πως έβαζε τις παλάμες στις κρύες τους επιφάνειες

για να ορθώσει το μικρό του ύψος,
και πως λαχάνιαζε για τον επιούσιο ουρανό.
Ο κύριος Χ. πια δεν έχει κήπο.  Δεν έχει σπίτι. 
Του ΄χει απομείνει μια ισχνή γραμμή χώματος. 
Τα σκαλοπάτια κλείσανε κάθε πιθαμή χώρου, 

κάθε πιθανότητα πεδίου,
κάθε ήχο και κάθε εξέλιξη.  



Το κουτί

Σε μια απροσδιόριστη ηλικία
της ματαιωμένης
αιώνια αιωρούμενης παιδικότητας
θέλω να πάψω να ζητώ τα πάντα
και να γίνω ένας ευτυχισμένος

εραστης του λιγοστού μου.

Σατανική παιδικότητα.
Αραχνιασμένη που
 μυρίζεις ναφθαλίνη
κι έχεις κακοφορμίσει,
κατάρα σαν μοίρα,
να σε θυμηθώ
και να σε σβήσω,

να σε πετάξω
όπως πετάμε τα σκονισμένα αντικείμενα
που κρύβαμε επιμελώς σε κουτιά μελλοντικής χρήσης
ενός μέλλοντος που ποτέ δεν έρχεται,
κι εκείνα με βήματα τάχα διστακτικά,
με όγκους τάχα ελάχιστους,
με σιγανές, σχεδόν αθόρυβες αναπνοές
πολλαπλασιάζονταν,
καρκινώνοντας τον ζωτικό χώρο.  



Σε μια απροσδιόριστη ηλικία
ματαιωμένης παιδικότητας
αιωρούμαι κάτω από τη ζωή μου,
ενίοτε πάνω από αυτήν, 

και ποτέ, μα ποτέ, μέσα της.



Αργία

Ο θεός έφτιαξε την αργία της Κυριακής,
την άδειασε από δουλειά και τη γέμισε με θλίψη
για να τον θυμούνται οι χαρούμενοι άνθρωποι
και να γονατίζουν οι μέρες τους.

Ο θεός φρόντισε την ανημπόρια τους

και κράτησε μια μέρα αγαπημένη
μη τύχει και ξεφύγει κανένας τους 

απ´ την αναπηρική αγκαλιά του.

Ο θεός μας θυμάται κάθε Κυριακή
ξεκινώντας με μελαγχολικά χτυπήματα
στις καμπάνες που λιώνουν
και τελειώνοντας με τα ανοιχτά μας στήθη.