Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Ο μέτοικος

Επιστρέφει διαρκώς
σ αυτή την άγνωστη γη
καθηλωμένος
δεμένος απ´ το λαιμό σε μια άνυδρη ερημιά.
Λίγο πιο πέρα
σ´ ανασφαλή απόσταση
το αξεδίψαστο ποτήρι.
Πλακωμένο κάτω από τα συντρίμμια
των σάπιων φτερών του
βιδωμένο πάνω στα λιμαρισμένα του γόνατα
το παιδί με τα λευκά μαλλιά
πίνει ξανά το αίμα του.
Ποιος ξέρει τι χρησμούς θα παραδώσει
υπό την αλκαλική επήρεια.



Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Τα μαλλιά

Μαύρισες τα μαλλιά σου και τα ´ριξες στο πρόσωπο
μήπως δεν σε αναγνωρίσω μέσα στο ξερό πλήθος
Άφησες απαλά τα αγαπημένα χέρια στα γόνατα
εξέθεσες την αγάπη σου στη βιτρίνα της ποδιάς σου

Σε κοιτάζω με έκπληξη πρώτη φορά όπως κάθε φορά
Σε ακούω να με ευχαριστείς όταν σου προσφέρω
ένα ποτήρι δροσερό νερό, ευχαριστείς μα δεν θα πάρεις λες

λες και θα λιγόστευαν οι θάλασσες αν έπινες
ένα ποτήρι δροσερό νερό απ´ την στεγνή πηγή μου.



Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Τα του Θεού

Ανοίγουν τις πύλες οι μελλοθάνατες
Χαιρετούν μεγάφωνα στην αρένα
Χαίρε! Χαίρε! Χαιρετούν και μπαίνουν
να θεριστούν οι νεοανθισμένοι πόνοι τους
τα τρυφερά τους χέρια
και τα τα γόνατα

Στο κέντρο της αρένας οι μελλοθάνατες
Χαιρετούν τον ευφάνταστο Καίσαρα
Χαίρε! Χαίρε! Χαιρετούν τον μόνο θεατή,
θεό, κριτή, τον Κύριο του μικρού θανάτου τους,
τα τρυφερά τους μάγουλα
ξεδιψασμένα χαίρουν

Και γύρω απ´ το κέντρο τους γυρίζει
χαιρετά ο δορυφόρος Καίσαρας
Χαίρε κι εσύ εαυτέ και χαίρετε!
Οποίος στον κύκλο κινείται χαίρεται
ως μελλοθάνατος
που δεν πεθαίνει. 


Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Η ευγενική πόρτα

Τραβώ πάντα διστακτικά την πόρτα πίσω μου,
μ´ αυτήν την απαλή κίνηση όσων φεύγουν,
γυρίζοντας στο δωμάτιο την ακάλυπτη πλάτη μου,
πετώντας ένα ψιθυριστό «γεια»
λες και θα ενοχλήσει έτσι λιγότερο
η μεγαλόφωνη απουσία. 
Σκύβω το κεφάλι φεύγοντας.
Απεμπολημένα τα δικαιώματά μου, μένουν πίσω.
Σκύβω το κεφάλι σαν το δαρμένο σκυλί
που οφείλει αιώνια το κάθε ξεροκόμματο. 

Με το ιδρωμένο χέρι μου στο σύνορό της
την τραβώ μέχρι πριν του σημείου του οριστικού κλικ,
ποτέ όμως δεν διαταράσσω την σιωπή της αποχώρησης. 
Ποτέ πίσω μου δεν ακούστηκε μάνταλος, 

γλώσσας παλινδρόμηση, 
μύλου κυβίστηση,
κλειδιού γυρισμός.
Μένει πάντα μια χαραμάδα ανοιχτή.
Ένα κενό  ενδεχόμενο.
Μια σχισμή φωτός απατηλού.
Μια εκκρεμής ταλάντωση που τρίζει
με κάθε ειρωνικό ρεύμα απ’ τα διάπλατα παράθυρα.
Έτσι που καμιά φορά αναρωτιέμαι αν είμαι εγώ
ή αν είμαι η ανολοκλήρωτη απουσία
ή μήπως τέλος η στριγκλιά των αλίπαντων μεντεσέδων.



Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Ο κορμός

Ο κορμός να αφήσει το δέντρο
να ξαναγίνει το πρώτο τρυφερό πράσινο φύλλο που υπήρξε κάποτε.
Ας μείνουν έωλα τα κλαδιά.
Να τα κρατήσει αιωρούμενα ένα ελαφρό αεράκι.

Το σκληρό του δέρμα να ξεφλουδίσει.
Η υγρή του σάρκα να γίνει κλωστές.
Να πλέξει ένα καινούργιο σώμα ευλύγιστο.
Έγχρωμο όπως τα λουσμένα νερά.
Διάφανο σαν φτεράκι μέλισσας.
Φίνο σαν ανεπίδοτο χάδι.
Να περπατήσει.
Να πάει.
Τα φύλλα ας σκορπίσουν. Αποδημητικά τα φύλλα.
Φύλλα εφιαλτικά.
Που άλλοτε έπεσαν κι άλλοτε τα ξελόγιασε ο άνεμος.

Ο κορμός να αφήσει το δέντρο.
Ας είναι ξύλο κούφιο, μοναχό.
Ας είναι σώμα ακέφαλο. Σπίτι άστεγο.
Πουλί άφτερο. Ρούχο γυμνό.
Τα κλαδιά να κοπούν. Σαν χέρια.
Να αδειάσουν. Σαν χέρια.
Να καούν. Σαν χέρια σε θλιμμένο πρόσωπο.
Να λυγίσουν. Σαν χέρια.
Να κοπούν.

Τα βαθιά του πόδια να κοπούν.
Πόδια φριχτά. Τον παγίδεψαν.
Ήταν πουλί και τον έκαναν πέτρα.
Να κοπούν τα πόδια του.
Να λιμοκτονήσουν οι σκοτεινές του ρίζες.
Τι είναι ένας κορμός χωρίς ρίζες;
Πουλί. Να πετάξει.
Έστω να πνιγεί σε μια θάλασσα.
Να πλεύσει μισό μέτρο κάτω απ´ το πρόσωπό της.
Να σπάσει μια απρόσεκτη προπέλα. Να πάει κάπου.
Τα φύλλα αναμμένα μ´ ασετιλίνη να φτάσουν τον θόλο τ´ ουρανού.




Δεν

Δεν έχω μνήμη. Την σκότωσα ένα πρωί και από τότε κανιβαλίζω το σαπισμένο σώμα της.
Δεν έχω μορφή. Ακούω βλέπω αισθάνομαι με το σώμα κάποιου άλλου πλάσματος αγνώστου.
Δεν έχω και δεν είμαι. Μερικές σκέψεις αποδομημένες, μερικές εκλογικευμένες παράνοιες.

Ένα υποθετικό κορμί κείτεται στο ανύπαρκτο κρεβάτι μου. Δεν έχω και δεν είμαι.
Διαρκώ από μέρα σε μέρα. Από μέρος σε μέρος. Ένα σημείο. Κάτι αταξίδευτο. Κάτι εξ αρχής τελικό.
Πλέκω μονάχα την μία αγωνία μου δίπλα στην άλλη. Και αυτός είναι ο ορισμός της ζωής των χεριών μου.

Όμως δεν έχω χέρια.



Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Οδοντοστοιχίες

Ο πατέρας μου μασάει τα δόντια του
Τελείωσαν οι τροφές
Τώρα θα τρώει τα κόκαλά του.
Πόσο φαΐ να καταπιεί κανείς σ’ αυτή τη ζωή;
Τρώει τα χέρια και τα πόδια του.
Τι άλλο να πιάσεις και γιατί;
Πόσο να περπατήσεις;
Τώρα έριξε το κεφάλι στο στομάχι του.
Τρώει. Τρώει και σε λίγο χάνεται για πάντα μέσα του.



Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Εσωτερική τσέπη

Στη μέσα τσέπη του σακακιού μου
κρύβω έναν ευσπλαχνικό χειρουργό.

Αντί να ρωτώ για το ακατανόητο
βάζω το δεξί μου χέρι και τον αναζητώ.
Εμφανίζεται στο τραπέζι,
- πακέτο τσιγάρα ακουμπισμένο -
συνήθως με δάκρυα στα μάτια,
κι απιθώνει τα ευγενικά του νυστέρια
τα επιμελώς αποστειρωμένα
και τα αστραφτερά
συμμετρικά ανάμεσα στους ρόζους του.

Πιάνει στειρώνει τις κοπέλες
κόβοντάς τους τα μακρυά μαλλιά,
όσα λουλούδια τολμούν ν’ ανθίσουν
στις λευκές παλάμες τους,
κι αναπλάθει
ζητώντας μία συγγνώμη ανά βελονιά
τα όμορφα πρόσωπά τους.

Ύστερα τις ράβει στοργικά
στις καρέκλες τους γύρω από το τραπέζι
με μεταξωτές κλωστές στους λεπτούς αστραγάλους
με βελονιές λεπτεπίλεπτες στους καρπούς τους
με λογχισμένες αμφιβολίες στα σκαλιστά πλευρά τους.

Λιώνουμε τότε και έτσι όλοι μαζί
γύρω από το ροζιασμένο τραπέζι μας
χρόνια πολλά
μέχρι να κλείσει πια ο λαιμός μας
από καπνούς, κλωστές και κλάματα.



Ο απερχόμενος χειμώνας

«Εύρον πράσινην πέτρα ωραιότατην, ελθέ αμέσως. Ζορμπάς.»


Αν η αμυγδαλιά ανθίζει για να μιλήσει για τον θεό
τότε θεός είναι ένας απερχόμενος, βαρύς χειμώνας.