Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Αυτός

Αυτός ο λυγμός κατοικεί στα ανοιχτά χέρια
του μικρού ρολογιού στο αριστερό.
Περνάει τον χρόνο του στην αγκαλιά του χρόνου.
Ονειρεύεται να γίνει κλάμα.
Αυτός ο λυγμός όλο μεγαλώνει,
ποτέ δεν ξεσπά,
όλο πνίγεται
κι όλο με λουλούδι ολάνθιστο μοιάζει
όπως γίνεται λυγμός βηματοδότης,
ρυθμιστής των πραγμάτων κι ένα ζεύγος γυαλιών για να βλέπει κανείς τον αόρατο κόσμο.
Ο λυγμός βρίσκει τον λόγο του ποιητή ακριβώς στο κέντρο του.
Του ξεριζώνει την καρδιά του.
Βγάζει το μέσα δέρμα της έξω
την ισιώνει με το τακούνι του στα πεζοδρόμια.

Αυτός ο λυγμός δεν έχει τίποτα δικό του.
Δανείζεται τον πόνο απ´ τα αδίκως ψαλιδισμένα μαλλιά σου,
την δίκαια φρίκη από το πρόσωπο και την πίκρα απ´ τα καμένα χέρια μου,
νερό από την κάθε ματαιωμένη ανάσα μας
αλλά δεν πέφτει στο πάτωμα.
Είναι βιδωμένος στο άκοφτο μέρος των μελών που κρατάνε σφιχτά
τον πρόσφατο χορό του πριονιού σε κάθε χιλιοστό τους
στις ακμές εκείνες που συγκεντρώνεται
όλος ο πόνος της ύπαρξης
του λυγμού η αστείρευτη αντοχή παραμονεύει
σχεδόν απάνω στης γλώσσας το βουβό σύνορο
αλλά ποτέ δεν έσπασε τα δόντια μου να δραπετεύσει.





Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Το παιδί

Έφτασε ο καιρός που ζω χωρίς γεγονότα.
Η αδιάφορη φασαρία του κόσμου σώπασε.
Ακούω μονάχα την εσωτερική ομοιοκαταληξία.
Ένα μονότονο τραγούδι αναπηδά στ’ αφτιά.
Είναι τα μάτια μου μαύρα κουτιά βελούδα.

Οι τελευταίες μέρες αυτού του άλογου σύμπαντος φεύγουν
- παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα -
αθόρυβα.
Καμία έκρηξη.
Καμιά φαντασμαγορία.
Τίποτα θεαματικό.
Μια βουβή παραίτηση μορίων αποσυνθέτει καταιγιστικά,
κι ό,τι υπήρξε περνά στην ανυπαρξία απλά,
αδιαμαρτύρητα,
σαν μια σαπουνόφουσκα που σκάει ένα παιδί
με το παχουλό του δαχτυλάκι.



Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Μια σκύλα

Μια σκύλα σε οίστρο
δαγκώθηκε από πορφυρά μέλη,
τα βυζαίνει,
τους σπάει τα κόκαλα και τα φτύνει.
Η αήττητη εποχή με στόμφο
ανθίζει, καρπίζει, ομορφαίνει
για να θερίσει την ψηλότερη ώρα.  
Κι όλα, σχεδόν, ξεγελασμένα και μακάρια
χαίρονται, μες την απέραντη μωρότητά τους,
μπροστά στο σίγουρο τέλος τους.

Μόνο ένα δέντρο δυστυχές βουίζει
στο έμμεσο φως του απογεύματος,
κι όπως αυτή περνά σαν χειμώνας
και σαν αποφορά ελπίδας σαπισμένης,
τα λουλούδια του τρέμουν και τραγουδούν
μυστικά το ένα στο άλλο:

«Άνοιξη, νεκροζώντανη κόρη,
απ´ τη μήτρα του Άδη ξεγλιστράς,
παρθένα και πόρνη αμέσως,
γεμίζεις τα ανύποπτα δέντρα
παιδιά βιασμού,
κλειδώνεις κάθε ελπίδα θανάτου
στο πράσινο συρτάρι σου.
Άνοιξη, κυρά των γελοίων ερώτων,
των φαιδρών στεναγμών,
μάγισσα της πλάνης της ζωής,
τα σάπια δόντια σου τα κρύβεις πίσω
από αστραφτερά χαμόγελα,
μα εμείς μυρίζουμε την αναπνοή σου
και δεν μας ξεγελάς,
και δεν μας ξεγελάς»



Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Το ατύχημα

Συνετρίβη
μετά από ήττα που παραδέχτηκε
Καρφώθηκε
με το κεφάλι του και τη φόρα του
Μεταμορφώθηκε
λένε σε άμορφη μάζα λόγω λένε
Υπερβολικής
ταχύτητας έπρεπε λέει να τρέχει
Λιγότερο
να προσέχει περισσότερο να μην
Πίνει
ν´ ακούει, να προσέχει, να σκέφτεται
Πολύ
να κρατάει πισινή, να κρύβεται λένε
Περισσότερο
τώρα όλα είναι αμείλικτα, τα μαλλιά του
άσπρισαν 
με τον ήχο ξερών χόρτων που καίγονται ο
Χρόνος
παράτησε τα προσχήματα και τον σάρωσε
Νύχτα 
μία μονάχα πέρασε από πάνω του και τον
Γέρασε 
με μιας. 


Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Η Αλεξάνδρεια

Η Αλεξάνδρεια είναι μια πόλη αραχνιασμένη
βαμμένη πάντα σε χρώματα ερειπίων και σκουριάς
οι πέτρες ευδοκιμούν στα ρημαγμένα πεζοδρόμια
άπειρες σαν τα καλοκαιρινά στάχυα
και σαν στάχυα αναρριγούν
στο πέρασμα χαρούμενων βημάτων
για να τιμωρείται εκεί, η χαρά, δια λιθοβολισμού.

Στην Αλεξάνδρεια δεν υπάρχει χρόνος
μόνο μια κλεψύδρα, χωρίς ίχνος κόκκου,
διαθλά το άρρωστο φως του γκρεμισμένου φάρου
οι σελίδες των βιβλίων της είναι στάχτη
και τα ράφια τους κοφτερά
η γνώση κόβει χειρότερα από τον θάνατο
για να τιμωρείται εκεί η γνώση με άχρονη ζωή.

Της Αλεξάνδρειας τα κρεβάτια είναι όλα δισδιάστατα
δεν θέλουν σώματα ζεστά θέλουν θυμιάματα
οι ντουλάπες έχουν μονάχα ένα ρούχο λευκό
κι είναι περιέργως καθαρό μες τη βρωμιά της
κι είναι το μόνο καθαρό το μόνο ανέπαφο
στην πόλη αυτή που όποιος δίψασε
για να τιμωρείται εκεί η δίψα, ήπιε ποτήρια άμμου.

Αλεξάνδρεια, πόλη βρικολάκων, πόλη σκιά,
στο στομάχι σου κοχλάζει το καζάνι της κόλασης
τα γεμάτα σου στήθη τρέφουν τους φόβους
τα ανοιχτά σου μέλη καταπίνουν το φως
έχεις στο στόμα και μασάς σαράντα αιώνων δάκρυα
και τα φτύνεις, φτύνεις τα δάκρυά μας
για να τιμωρείται στα δόντια σου ακόμα και το κλάμα μας.



Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Η νύχτα πρέπει

Η νύχτα πρέπει να μεγαλώσει 
Η νύχτα είναι ένα ποτήρι δικαιοσύνης 
στον συντριπτικό ωκεανό του κόσμου
Στο φως ο χρόνος απλώνεται ανελέητα 
γίνεται πρέσα με λεπταίνει σαν φύλλο 
Τη μέρα κυλάει η ζωή στην ακμή 
ενός καλοακονισμένου λεπτοδείκτη
Μελετάει το σώμα μου
Συναντά τα πιο αδύναμα κόκαλά μου
Χαράζει πάνω τους ονόματα, εικόνες, 
ενδεχόμενα
Τη μέρα κυλάει η ζωή 
σαν αναμονή μεγάλου χειρουργείου 
Λευκό δωμάτιο 
Πράσινα ρούχα, κόκκινες κηλίδες
Αστραφτερά νυστέρια, λαβίδες, διαστολείς
Η νύχτα πρέπει να μεγαλώσει 
Η νύχτα να γίνει μήτρα ξανά 
να συσκοτίσει τον εκωφαντικό θόρυβο του κόσμου. 



Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Ο άνθρωπος βέλος

Ταξίδεψα στους δρόμους των φλεβών μου
για να εξηγήσω πως κοιτάζεται η θάλασσα
μέσα από μια έναστρη σχισμή 
και δεν βρήκα καμία απάντηση.

Άγναφη η ζωή μου
νύχτα με επισκέφτηκε
τη φωτοφόρα της υπόνοια φύτεψε ιό,
κι αν άνθισε φρόντισε με έναν κανένα 
να με τυφλώσει κι ούτε είδα ούτε άκουσα. 

Το μόνο που επιθύμησα λοιπόν,
να τροχίσω το σώμα μου. 
Με την αιχμή να εκτιναχτώ
σε ένα οποιονδήποτε σκοτεινό ουρανό. 
Να ενώσω δυο σημεία τεθλασμένα. 
Να ξαναβαφτιστώ στο κενό. 
Ν´ απαλλαγώ από το αμάρτημα του ζην. 
Κι έπειτα αμνήμων κι ανύπαρκτος
να γίνω 




Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Ο στρατός

Ο στρατός των φαντασμάτων της πόλης μεγάλωσε τουλάχιστον κατά έναν απόψε.
Όλοι αυτοί οι νεκροζώντανοι που περπατούν ανάμεσα από χαμόγελα περαστικών
ανάμεσα από τα δεμένα χέρια των ερωτευμένων ζευγαριών
από τις φωνές, τα κλάματα και τα γέλια των παιδιών,
σκιές ανθρώπων διάφανων που ξεγλιστρούν μπαινοβγαίνοντας τάχα
σε σπίτια και μαγαζιά
σε γραφεία και σε λεωφορεία
σε τραπέζια φιλικά και σε σινεμά,
πρώην άνθρωποι που τάχα τρώνε
τάχα μιλάνε και υπάρχουνε
πιστοί στρατιώτες
της μεγάλης στρατιάς της ανυπαρξίας
στον οριστικό της προθάλαμο, την ζωή,
ποντίκια σε τροχό και αέρινοι κουβαλητές
πετρών λάτρεις της νύχτας ηθοποιοί
στον ρόλο των ζώντων κατάσκοποι
ανάμεσα στους ανυποψίαστους
στεγνοί, αναίματοι, βαλσαμωμένοι,
όλοι αυτοί με τα δήθεν χέρια, δήθεν πόδια, δήθεν σώματα υποδέχονται με βουβές πολεμικές ιαχές
ακόμα έναν δικό τους.

Ένα δαφνοστεφανωμένο κορίτσι υβρίδιο,
ένα ημίαιμο παιδί
μισό κόκκινο μισό ασημένιο
με μια κλωστίτσα αδιόρατα λεπτή
με μια εύθραυστη τριχούλα απ´ τα μαλλιά της
με μια ελαφριά αναπνοή της αθόρυβη
προσφέρει μια σταγόνα αίμα για να ξεγελάσει τον στρατιώτη,
λες και μπορεί να κρατηθεί ένα ολόκληρο κορμί από μια σταγόνα κι από μια κλωστή.
Αυτός παλεύει την πιο σκληρή μάχη
ανάμεσα στην κλωστή και το άπειρο
ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο.
Ένα παιδί που δεν ξέρει ακόμα τι είναι
που θα μάθει κι αυτό κάποτε ξαπλωμένο στις μυλόπετρες της ζωής του
ένα παιδί που αύριο κι αυτό θα δικαστεί
για μια σταγόνα αίμα που κάποτε πρόσφερε για να ανακόψει
την ασυγκράτητη ορμή του ανίκητου στρατού.

Πάντοτε ειρωνικά ένα πουλί κελαϊδάει στον αόρατο ώμο
πουλί με γλώσσα ανάποδη που αντίστροφα λαλεί:
“γλυκειά που είναι η ζωή, κι ο θάνατος μαυρίλα.”



Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Το πρωί

Το πρωί είναι ένα θηρίο θανατηφόρο χωρίς δόντια.
Αρπάζει τα μαλλιά μου από την ζέστη αγκαλιά της νύχτας
και με τραβάει σέρνοντάς με στο φως του.

(Μια φωνή μου ζήτησε πριν μήνες 
να αφήσω μακριά μαλλιά
για να με γραπώνει τώρα αυτό με άνεση. 
Μια φωνή μου ζήτησε πριν μήνες 
να λεπτύνω το σώμα μου,
να εκθέσω τα κόκαλά μου,
να έχω σημεία ανυπεράσπιστα)


Το πρωί,
με κραδαίνει από μιαν άκρη μου
και με παλινδρομεί στον μεγάλο τρίφτη του
από ξυράφι και χαλίκι λεπτό.
Πότε με περνάει στην μεταλλική του πλευρά και μου κόβει φέτες τα μαλακά μου πόδια,
πότε από την πέτρινη για να ματώνουν τα πλευρά μου τα αιχμηρά χαλίκια του.
Πληρώνω, που λες, την μητρική ασφάλεια του σκότους,
με χιλιάδες συντριπτικά πηγαινέλα βασανιστικού φωτός
κι ό,τι αναπόσβεστο απομένει από μένα, κρύβεται πανικόβλητο μόλις πέσει ο ήλιος
με την μάταιη ελπίδα να μην το ξαναβρεί ο θηρευτής.
Όμως το φως επιστρέφει πάντα άσπλαχνα.

Καημένο πρωί κι εσύ!
Θηρίο κουρασμένο!
Πόνεσαν τα χέρια σου να λεπταίνεις το άτυχο κορμί που σου 'τυχε για τροφή σου.
Αν μου ´χαν μείνει έστω ένα χέρι, θα χάιδευα στοργικά το φριχτό σου κεφάλι.
Αν μου ´χε μείνει λίγη γλώσσα, θα σου ψιθύριζα ιδρωμένο μου και πεινασμένο πως
τα βάσανά μας τελειώνουν σύντομα και να μην στεναχωριέσαι.



Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Οι βαλίτσες

ξεκίνησα ξανά να φτιάχνω τις βαλίτσες μου.
σ' αυτό το ταξίδι χρειάζεται άριστη οργάνωση!!!
να ανασκοπηθεί η κάθε άχρηστη λεπτομέρεια.
να ενημερωθούν
επίγονοι
πρόγονοι
και αυτουργοί.
να κλείσει κάθε αδιάφορη εκκρεμότητα.
να ολοκληρωθεί ο παραλογισμός της ισχυρής ανελευθερίας.
να τονιστεί σωστά το ουσιώδες τίποτα.

πόσα να αδειάσει κανείς για κάτι τόσο μακρινό;
τι να πρωτοβγάλει;  ευγνωμοσύνες, ενθυμήματα, απολογίες;
πόσα χρειάζεται να είναι κανείς καλά γδυμένος;
τι μέγεθος κενού για να μην είναι υπέρβαρος;


πόσο χαρούμενος είμαι!
πάντα με κούραζαν ταξίδια και βαλίτσες!
γι' αυτό θα πάρω την μικρότερη!!
ό,τι χωράει στην τρύπια παλάμη μου!!
πιο πολλές μυρωδιές κι αισθήσεις
παρά το χοντρό μου παλτό για το μεγάλο κρύο
πιο πολλές τυφλές εικόνες
παρά τα γυαλιά για τον έκθαμβο ήλιο
πιο πολλά τραγούδια βουβά
παρά των ανθρώπων το απάνθρωπο βουητό
λέω
μόνο ένα φύλλο Δάφνης
στο δεξί μου χέρι κι άλλο τίποτα.

τι υπέροχοι κόσμοι ανοίγονται μπροστά μου!
τι άγνωστα μέρη περιμένουν το περίεργο βήμα μου!
πόσα πρώτα βλέμματα και ακροάσεις και μυρίσματα!
αστρικών γεννήσεων!
αβαρών μουσικών!
αχρώματων χρωμάτων!
χρυσόσκονης!
εξερώτων!

Δώσε μου Θεέ μου άνεμο ούριο
Δώσε μου νερά σιδερωμένα και φιλόξενα
Δώσε μου το θάρρος να κοιτάζω την ανυπαρξία σου
Δώσε μου δύναμη να σηκώσω το βάρος του φύλλου της.




Να ήμασταν

Να ´μασταν λέει πουλιά
Να πετούσαμε τα ανήμπορα σώματά μας
πάνω από τα τσιμέντα, τα σίδερα, τα σπασμένα γυαλιά που πολλαπλασιάζουν το άπειρο φως

Να ´χαμε βάρος ελαφρύ και κούφια τα κόκαλα μας
να ´ταν το μέτρο μας μια στάλα
μα ν´ ακουμπούσαμε ένα ύψος που έφτιαχνε τον κόσμο αόρατο
και τον συμπαγή όγκο μας αδειασμένο θησαυροφυλάκιο


Να ´ταν τ´ανίκανα χέρια μας να τεντώνονταν τόσο
ν´ απλωθούν τόσο που να γίνονταν διάφανα πέπλα πάνω απ´ το σάπιο σώμα της ζωής
σ´ αυτή την πόλη
που η οσμή μας τρυπάει μεθοδικά το υπεργάστριο
σαν πέπλο λευκό αγιόκλημα αποφορά σάβανο
η αναναστημένη πόλη ντυμένη από τα πόδια ως τα μαλλιά της νυφούλα
όμορφη με τ´ άδεια της μάτια και τ´ άσπρα της δόντια χαμογελά
κι από το άδειο της κεφάλι πετούν πουλιά
προς άγνωστες κατευθύνσεις
αναπνέουν όλο το οξυγόνο του κόσμου
πουλιά με στόματα χοάνες
ρουφούν πελώριες αναπνοές
όλες δικές τους μ´
αντλίες χωμένες στα ανοιχτά μας μάτια
ξεδιψούν αχόρταγα αξεδίψαστα
κι όλα τα νερά δικά τους
να μην ήμασταν ούτε πουλιά
να μην ήμασταν ούτε πέπλα
ούτε να ήμασταν
Ανυπόστατε ούτε να ήμασταν