Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

Στιγμιότυπο γυναίκας VI

Όταν πεθάνουμε
θα γράψουμε ένα βιβλίο
θα μιλήσουμε για ένα καράβι
τα πανιά του θα εγκυμονούν
οι άγκυρές του θα ´ναι χιλιάδες
θα κινείται σχεδόν ακίνητο
θα ρέει κατάμαυρο
μέσα του

Όταν πεθάνουμε
θα πάψουμε να ακούμε
κι αυτή η φριχτή δωδεκάφθογγη 

συμφωνία θα πάψει να κεντάει
τον καμβά στις παλάμες μας
κι εκείνα τα χέρια μας
κάποιος θα τα ξεβιδώσει
απ´ τα ματωμένα
αυτιά μας 

Πριν πεθάνουμε
θα με αφήσεις να κοιμηθώ
στα πόδια σου
χωρίς να με ρωτήσεις
τ´ όνομά σου;




Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Στιγμιότυπo γυναίκας V

Η κυρία Χ. ανατινάχτηκε.
Η κυρία Χ. με το μεγάλο στόμα
κατάπινε μια χειροβομβίδα άπαξ ημερησίως.
Η κυρία Χ. με το γαλβανισμένο στομάχι,
ρώτησε να σου πουν,
πόσες ημέρες κοιμόταν χορτασμένη.
Η κυρία Χ. αγαπούσε το κάθε τι.
Μια μέρα ερωτεύτηκε έναν πυροκροτητή.
Κι αυτός.
“Κυρία μου,” της είπε.  “Σας αγαπώ.”
Και σε μια στιγμή την εξαφάνισε.




Η ουρά

Βροχές, πτωχεύσεις,
συμβιβασμοί,
έριξα σε μια πλαστική σακούλα
τα καθημερινά, πλυμένα
αδιέξοδα κάποιος περνά
πέντε ορόφους κάτω
και σταυροκοπιέται ένα σκυλί,
κοιτα τα άχρωμα παράθυρα -
τι άλλο μένει να κάνει
κανείς σ´ αυτόν τον κόσμο;

Έφτασε η ώρα της αγρύπνιας.
Πεινάει ο ύπνος της πόλης
κι αποκοιμιέται πάνω
απ´ το κεφάλι μου
στο κάδρο πλαισιωμένος
ο φόβος δίπλα στον Εσταυρωμένο
σταγόνες ιδρώτα
σε κάθε κατάποση
πιο σφιχτά η αγκαλιά
έτσι να μοιάζει ο θάνατος
με κάποιο παιδικό παιχνίδι
που εσύ το τράβηξες απ´ το καλάθι
και το κοιτάς λυτρωτικά,
χρωματιστή κουδουνίστρα
δονεί το χέρι
και τ’ αυτί σου
Μπορεί να ήταν
η ουρά του φιδιού.



Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Περί παραλλαγών και παραλογών

Για να ζήσεις την προσωπική σου ιστορία
πρέπει να ξεχάσεις την προσωπική σου ιστορία.
Τις τερατώδεις αναμνήσεις, τις κρυφές και τις φανερές,
το παλιό παιδί, τους νέους προγόνους.
Πρέπει να κατανοήσεις πως απελευθέρωση
είναι η στιγμή της πιο βαθιάς φυλακής σου
και πως καμιά εποχή δεν είναι εποχή της αγάπης
και πως γνώση σημαίνει θάνατος
και πως καμιά αγάπη δεν θα σε ξανακάνει παιδί.
Αλλά αν τα γνωρίζεις όλα αυτά...
τι σημασία να έχει πια, η προσωπική σου ιστορία;



Ο άνθρωπος γάτα

Ο άνθρωπος εκείνος
μια αδέσποτη γάτα
έπινε το νερό του
έτρωγε την τροφή του
πάνω από τον ώμο του
με σηκωμένες
τις τρίχες του σβέρκου
Του ανθρώπου εκείνου,
του πλούσιου,
αγωνιώδη νομίσματα
οι γεμάτες τσέπες
κουδούνιζαν,
περπατούσε τρεκλίζοντας
τρικυμιώδεις ευθείες
Εκείνος ο άνθρωπος
με τα τρύπια χέρια
λες να είδε ποτέ;
λες να άκουσε;
λες να κατάλαβε τίποτα;
Ακόμα καταπίνει
το σκληρό του νερό
με σπασμένο λαιμό
και ρετρό μάτια.

Αν τον πετύχεις
ν’ ακροβατεί
σε πράσινο κάδο,
μην κάνεις θόρυβο.



Ελάχιστες Ιστορίες - Στιγμιότυπο γυναίκας IV

Οντένσε - Κοπεγχάγη. Κοιτάζω τα πράσινα και τα γκριζομπλέ.
Διαβάζω τον Ματωμένο Γάμο και ακούω Τσιτσάνη. Αγαπώ τα τραίνα. Το λίκνισμά τους. Τις ακρογιαλιές και τα δειλινά του Τσιτσάνη. Τα πράσινα λιβάδια και τα γκριζομπλέ λόγια του Γκάτσου. Αγαπώ την βρωμιά των τραίνων. Που παρά το λικνιστικό τους βήμα δε σε αφήνουν να απλωθείς άνετα στο λερωμένο στομάχι τους. "Θα σε κουβαλήσω. Θα σε νανουρίσω. Αλλά μην περιμένεις περισσότερα".

Ο κόσμος γύρω μιλάει ακατάπαυστα. Βουή και βρωμιά. Τενεκεδένια κουτάκια αναψυκτικών ανοίγουν σποραδικά εδώ κι εκεί σαν μικρές νάρκες. Χάρτινες συσκευασίες φαγητού. Φάτσες ξανθές και μαύρες. Φαλάκρες που ξεχωρίζουν πάνω από τον ορίζοντα των καθισμάτων. Σκυμμένα πρόσωπα πάνω από κινητά. Κανείς δεν βλέπει την γκρίζα θάλασσα. Το τραίνο πετά τώρα πάνω από την θάλασσα. Δυο σημαδούρες ραγίζουν το γκρι του νερού. Η ξανθιά κοπέλα ανατινάζει τη βρωμιά του τραίνου. Αταίριαστη με όλα. Απαλές, λεπτές, σχεδόν αδιόρατες τριχούλες στα πόδια της. Αυτό το υπέροχο χνούδι.

Μισώ τα στατικά ταξίδια των αεροπλάνων. Στενόχωρα καρφωμένοι στις δεμένες θέσεις κοιτάζουμε ενοχικά πλαγίως τον διπλανό μας. Πεδίο περιορισμένο. Πόδια ασφυκτιούν. Μεταλλικά κουτιά. Κακοντυμένες αεροσυνοδοί. Στρίμωγμα και έλλειψη αέρα. Ενώ στο τρένο μπορεί κανείς να δει μια γκρίζα θάλασσα, δυο πορτοκαλί σημαδούρες, κι ένα ζευγάρι πόδια με ξανθό χνούδι.



Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Στιγμιότυπο γυναίκας ΙΙΙ

Σε αχαρτογράφητο τοπίο
μπερδεύεται η γλώσσα του
ψάχνοντας να ξεδιαλύνει 
ανήκουστα γράμματα, 
υγρασίες, 
πόρτες ηδονής, 
το νέο και το παλιό, 
παλεύει με βάθη σπηλαίων,
με άκακους 
τρομακτικούς μονόφθαλμους, 
με μουσικές καταστροφής 
σπαρακτικές, 
με ἴδια δεσμά, 
συντροφικές λεπίδες, 
με το πικρό νερό που όλο κυλάει
προς την μακρύτερη εγγύτητα
του ποθητού, 
μάταιου, 
αέρα αναθρώσκοντα. 
Όμως γυρίζει.  
Ατεμάχιστος. 


Στις αποβάθρες
πάντα
τρίζουν τα ζωντανά σχοινιά,
ουρλιάζουν τ’ άλμπουρα
κι εκείνη καρφωμένη
ταξιδεύει και συναντά
χίλια περισσότερα θηρία
στα αχανή πεδία της
πάνω
στην άβρεχτη καρέκλα,
πλέκοντας κλωστές, 
πλέκοντας θρύλους,
καρικώνοντας εδώ,
μπαλώνοντας εκεί, 
την αταξίδευτή της μοίρα, 
που τσακίζεται, 
πέφτει, 
ξανασηκώνεται σε κάθε
άγνωστη γη
την κάθε μέρα της,
πες μου ποιος ταξίδεψε πιο πολύ
αν όχι αυτός που έμεινε;



Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ο αμήχανος

Κύκλωπα, Κύκλωπα
ποιος αμήχανος να σου βγάλει το μάτι;
Κύκλωπα, πόσο ακόμα
για να γίνει ένας κάποιος κανένας;
Κύκλωπα, ο κύκλος
της ζωής μου, ξεφτίζει το φτηνό πανί μου.
Κύκλωπα, με το καλό σου μάτι
αντί να με κοιτάς, έλα να με φας.



Στιγμιότυπο γυναίκας ΙΙ

Στις 16 Ιανουαρίου 1976 στην Τεχεράνη.
Με μαύρο παλτό.  Μαύρο μπερέ.
Δερμάτινες μπότες ψηλές.
Αν ήταν μια γυναίκα στην Avenue des Champs-Élysées,
κανείς δεν θα την πρόσεχε.
Αν ήταν 1976 ή 2018.

Μαύρο μεσάτο παλτό τριών τετάρτων,
μπερέ, μπότες στο γόνατο και τακούνι έξι εκατοστών.
Με βήμα σίγουρο και βλέμμα θηλυκό.
Με μάτια μαύρα και βλεφαρίδες μακριές.
Πετάριζαν και σήκωναν λίβα μες τον χειμώνα.
Η μαύρη ομπρέλα της με την δαντέλα
και το μακρύ χερούλι από όνυχα.
Ήταν όμως 16 Ιανουαρίου, 1979.

Η περαστική γυναίκα πέρασε για πάντα
όπως περνάει το φως από μια χαραμάδα πριν δύσει ο ήλιος.
Το βρώμικο γένι του θεού σκίασε για πάντα
τα κόκκινα χείλη και την μύτη της.
Έκοψε τους λοβούς με τα μεγάλα μαργαριτάρια.
Της άφησε μια γραμμή για να κοιτά τον κόσμο.
Χωρίς χέρια.  Χωρίς μαλλιά.  Χωρίς σώμα.
Με δυο παπούτσια φθαρμένα κι αδιάφορα.
Της σταμάτησε τον χρόνο στις 15 Ιανουαρίου, 1979.
Κι ο χειμώνας της κρατάει από τότε.



Στιγμιότυπο γυναίκας Ι

Έριξε τα μαλλιά στην ποδιά και έβρεχε, έβρεχε,
Πήρε το δάκρυ έναν δρόμο στο χώμα και έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε. 
Βρήκε ο στεναγμός μπαλόνι.  Να! Τώρα ίσως πετάξει.

Φύτρωσαν στα λευκά της δάχτυλα κισσοί και κληματόφυλλα.  
Στο σκυφτό κεφάλι άνθισε ο χρόνος και τα αειθαλή ψέματα,
το ένα επάνω στο άλλο. Να! Τώρα ίσως θαφτεί. 

Έριξε το κεφάλι πίσω γέμισαν τα μάτια της κλωστές
σκίστηκε ο κόσμος φύλλο χαρτί.  Πάνω γραμμένη η τιμωρία,
εκατό φορές η λέξη “άρδην”.  Κι ό,τι έβλεπε το τεμάχιζε.