Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Συμμετρία

Μου κληροδότησε 
έναν πόνο στο στήθος
και έρχεται συχνά 
λαβωμένος
και ζητά
την αισθητική 
της συμμετρίας 
μιας αντανακλαστικής 
επανάληψης.

Ο λυγμός μου 
είναι ρυθμός
επαναλαμβάνει 
τον κόμπο του κόσμου
κι ενός σχοινιού 
οδύνης
από την καρδιά
ως το παράθυρο
κάθε νύχτα.

Το πρωί 
ισόποσα αμείλικτο 
σπρώξιμο βίαιο 
στην πλάτη 
μετωπική 
με τις φριχτές 
γωνίες του ήλιου. 

Η ποίηση στο πάτωμα
με ανοιχτά τα έντερα της 
σπαράζονται οι λέξεις της 
στα δόντια μου
τα δόντια μου 
στον αφαλό της 
κοκκινίζουν. 

Και εκείνος 
που θέλω 
να του κόψω τα νύχια 
μα δεν μπορώ 
με κρατά 
αναμμένο κερί
στη μέση 
του σκοτεινότερου δωματίου
στη μέση 
της φωτεινότερης μέρας. 



Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Ανθρωπάκι

Είμαι ένα ανθρωπάκι του Keith Haring
Μαύρο, κατάμαυρο, στρογγυλεμένο
Στέκομαι αμήχανα στο ‘να μου πόδι
Κουνάω δυο χέρια αδάχτυλα,
ηλεκτρισμένα
Σκέφτομαι, μαύρο και κατάμαυρο
τι να γυρεύω μέσα σε τόσο χρώμα;

Αδειάζω χρόνια στο στήθος
και το στομάχι μου πιθανότητες
κι αναρωτιέμαι πως αντέχει
αυτή η σουπιέρα να βαθαίνει
πέρα απ’ το όριο της πλάτης μου
καμπούρα που οξύνεται προς
το παρελθόν και το μέλλον
ερήμην μου πια και να ‘μαι
τώρα ένα κέρας συμπαντικό
αεί επεκτεινόμενο, με σημειακή
βάση που αγγίζει την άκρη
του πρώτου σημείου.

Αδειάζω χρόνια στο στήθος
και το στομάχι μου πιθανότητες
μέχρι που γίνομαι ένα ανθρωπάκι
του Keith Haring, μέχρι που
ένα ποτάμι φωτός με διαπερνά,
παρασύροντας το στομάχι
το στήθος, την σουπιέρα και
τις πιθανότητες, αφήνοντας μόνο
ένα ποτάμι φωτός στο στομάχι
και το στήθος μου και γίνομαι
στολίδι μαύρο στ’ ασημένιο
βραχιόλι του σύμπαντος κόσμου.



Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Μήπως

Σκέφτομαι θάνατο
προσφιλή
Αλλάζω θέση
Κουνιέται το σύμπαν
Να ένας άλλος κόσμος!

Παρηγοριά έως.
Σκέψη ανήκουστη
σκέφτομαι κι άλλοτε
μένω καρφί.

Βλέπω κι αυτό κι εκείνο
δεν πωλείται τίποτα
Μα εγώ θέλω να αφήσω
μια καρτούλα στο παρμπρίζ
«Μήπως είστε προς πώληση;»



Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Οι κρεμασμένοι

Πριν καλά καλά
ξημερώσει
ένα πυκνό μεταλλικό 
κουκούλι
σκέπασε τη μέρα
ύστερα σφίχτηκε 
πάνω μας
σαν γάντι τόσο 
ταιριαστό
λες και μεγάλωνε 
μαζί μας
φτιάχνοντας
του σώματός μας
δεύτερο όριο
σύντομα ξεχάσαμε
το φως
κι όσοι καταραμένοι
κράτησαν δυο αμυδρές
αναμνήσεις του
έπρεπε ν´ ανοίγουν
με τα νύχια
ή τα δόντια τους
χαραγματιές και 
ελάχιστα
ανοίγματα
ίσα να 
επιβεβαιώνουν
την αναμνηστική τους
τρέλα
πάνω στις γραμμές
φωτός ή τις αστρικές
σκιάσεις αν
τύχαινε να πέσουν
επάνω στον κύκλο
της νύχτας. 
χλωμοί απαξάπαντες
λιπόσαρκοι έπειτα
άσαρκοι 
το αρνητικό μαύρο 
μιθρίλ
αφήσαμε να
αντικαταστήσει
το ζεστό μας δέρμα
οι πιο άτυχοι
αυτοκτονούντες με
χάπια νεοράλ
κι ενέσεις φωτονίων
στις πικρές τους
παλάμες και στα
ραβδία. 
ύστερα δεν
τραβήξαμε 
για πουθενά.



Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Τα κουδουνάκια

Κάτι αθύμιστο κουδουνίζει μέσα μου
μέσα στον ήχο αυτού που αγαπώ. 
Κάτω απ’ την παλιά του ομπρέλα,
βρέχεται η επιθυμία μου απροστάτευτη. 
κλείνω κι εγώ τα μάτια μου
και με γυρτό κεφάλι αφήνομαι
στο απροσπέλαστο παρελθόν. 

Ξεθωριασμένη παιδική κούνια
λικνίζεται ο ασταθής έρωτας
και το πουκάμισο που φορώ
και τ’ αγαπημένα μου παπούτσια
τα ξαναπατώ κυκλικά
κι έρχονται οι έρωτες σαν μόδα
και παρέρχονται να συναντήσουν 
την πρώτη εικόνα τους, την σβησμένη.

Κι εσύ φόβε μου πατέρα ποιος ξέρει 
πότε πρώτη φορά σε φοβήθηκα
κι έμαθα να σε συναντώ κρυφά 
και φανερά στην μύτη των ποδιών μου.
Ταλαντώνεσαι όπως το φως ίδιος
σκοτάδι, σκοτεινός και ανερμήνευτος,
κι εγώ εκεί, στ´ άδειο τραπέζι με το αίμα.

Κι εσύ ανάγκη μου μάνα ποιος άλλος
να σου φέρνει τα παλιά μου ρούχα
και ποιος να παίρνει το καινούργιο φαγητό
χρόνια αλλαγμένα κι απαράλλαχτα,
και ποιος τυφλός με το αλκάλιο
της αγάπης σου μπορεί να χορταστεί,
αν όχι η τέλεια αντανάκλαση του χρόνου
που μ´ αρρωσταίνει κάθε μέρα.