Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ο δαμαστής

Και τα χέρια του άνοιξε,
όπως κάνουν,
να μετρήσει την σκληρότητά του
με το ύψος της ομορφιάς. 

Τα έκτοπα 
του κόσμου
με τον λόγο που έγινε σάρκα
για να σκίζεται καλύτερα. 

Το ίσον και το όλον
το συν και το πλην
αυτό που όλα τα κάνει ίδια 
και τίποτα το ένα ώσπου να χωνευτεί 
μέσα του. 


Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Η λάμψη

Λάμνει προς την λάμψη
κι όλο λύνονται οι καρποί λιώνουν οι ώμοι
κι όμως γόνατα, πλάτη, νεφρά
όλα τα λιμάρει
πάνω στα σκληρά ξύλα
πάνω στα σκληρά νερά
για το αβέβαιο μιας άλυπης λάμψης.

Μα εκείνη είναι άλλη
κι όταν την φτάνει είναι ήδη αλλού.

Κι έτσι λάμνει προς την λάμψη
κι όλα λιώνουν οι καρποί κι οι ώμοι
λείπουν πια τα γόνατα, η πλάτη, οι ώμοι
σκόνες επάνω στα σκασμένα ξύλα
χαμένα μέσα στα σκληρά νερά
για το γελοίον μιας ανύπαρκτης λάμψης
που πάντα είναι άλλη
και που όποιος την φτάνει είναι ήδη άλλος.



Το χθεσινό φεγγάρι

Αυτό το φεγγάρι μου τράβηξε το αίμα.
Φούσκωσε η μια μου άκρη,
το μέρος κάτω απ’ τα μαλλιά,
έκανε το κεφάλι μου μια υπόσχεση
έκρηξης,
κι η άλλη έμεινε έρημη, ξερή.
Πήρα κολακευτικό καθρέφτη
τί να δω, κρανίου τόπος
από τα μάτια μέχρι τα πόδια μου.

Είπα να πιάσω μιαν άκρη,
ένα μανίκι,
κάποια δροσιστική σκιά
μιας πέτρας έστω να γλείψω
την άκαμπτη υγρασία
- φεγγάρι στυγνό
όπως παίρνεις την εκδίκησή σου
απ´ την νάρκισσω Γη -
μιας βελούδινης φούστας πλισέ
το Ιανό πέλος,
έπιασα αγκάθια υγρά
γλίστρησαν απ’ τα χέρια μου
έπλυνα το πρόσωπό μου
το σώμα μου καλά παντού
βρωμιά δεν άφησα πουθενά,
τουλάχιστον καθαρίστηκα.

Λάμπει τώρα το αρραγές του φως
πάνω στο μπουκέτο του κεφαλιού μου
πάνω στους κόκκινους δρόμους του σώματός μου
πάνω στις στεγνές τρύπες των χεριών
σπάει το αρραγές φως του
κρεμιέται πάνω μου κλωστές
μπλέκει στα ξεσκισμένα ρούχα
μια ρόδα φωτεινή ξεκόλλησε
κυλά από τον ουρανό κι έρχεται
κατά πάνω μου
να ισιώσει την αφελή μου πρόθεση.



Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Τόπος


Στο πίσω μέρος 
του σπιτιού
σχεδόν στην πλάτη του
υπάρχει 
ένα μυστικό δωμάτιο
με κοφτερούς τοίχους
που συναντιούνται 
οι ένοικοι που
θέλουν να χαρακώνονται
Μπαίνουν πάντα δειλά
κι ύστερα με τα χέρια τους
ενίοτε με τις πλάτες τους
μετράνε το μήκος των πλευρών
και το εύλογο βάθος τους.

Κι έξω στην αυλή του

Ένας κρανίου τόπος 
υψωμένος σύμφωνα
με του καθένα τους 
το αβέβαιο ύψος που
καραδοκεί, υπόσχεται, ευημερεί,
μοχθηρός, πονηρός, περήφανος, 
την μερική αντίληψη
με τίμιο ξύλο
με θεωρίες ανάτασης
με ουτοπίες σημιτικές 
ενώ κάθε κλασική λογική
λέει πως αυτό το σπίτι
είναι η ζωή 
κι αυτό δεν είναι. 



Εφημερεύοντα

Το αίνιγμα του σώματός σου
είναι ένα πρόβλημα άλυτο.
Η μια του διάσταση είναι τ´ όνειρο

Το όνειρο του σώματός σου
είναι ένα αίνιγμα άφταστο.
Μέσα στο όνειρο δισδιακρίνεται

Πλησιάζει κανείς το ειδικό του πεδίο
κι η θέρμη του απλώνεται ολόσωμη
Ξετυλίγει το ένα του φύλλο
και μια απαστράπτουσα πανοπλία
το εκτινάσσει στο σύννεφο

Κλείνω τα μάτια μου κι επανέρχομαι
στον γρίφο ακόμα πιο αδύναμος λύτης.
Έγινες τώρα μια καμπύλη αοριστίας
που πλησιάζει με ακρίβεια
το μυθικό μου σύνορο κι ενώνεται
για μια στιγμή όπως
μια πλάτη και το πίσω των ποδιών σου
βρίσκουν την θήκη μου
και με το χέρι που μου λείπει σε χαϊδεύω
όπως χαϊδεύουν τον αέρα όσοι πέφτουν


Κι όταν νικάει η ζωή μου και η μέρα
ως άλυτη ηδονή
του αίματός σου το ρέζους
αναζητώ στα εφημερεύοντα.



Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Τα κορδόνια

πήρα τα κορδόνια των παπουτσιών σου και τα τρίζω στα δόντια μου,
θα ξεδιπλώσω το δώρο των παράδοξων ποδιών στο στόμα
να τους φιλήσω την αγάπη, την υγρασία, την ηδονή,
σαν τον πιστό και τον θεό θα τα σκουπίσω μετά
να τα στεγνώσω από μένα

τα δάχτυλά σου ξεγράφουν μέρα-μέρα τον κόμπο της παλιάς τρέλας,
σαν να μην ήταν Γόρδια και Φρυξ, και σαν να τελειώνει μέσα μας
η όποια αγάπη, η κάθε υγρασία, η παλιά ηδονή,
που πίστεψε πως στο σώμα μας αιώνια
θα κατοικήσει

για ένα κεντημένο χαμόγελο και ένα σώμα που στο κρεβάτι εκτείνονταν
πέρα απ’ τα φυσικά του όρια σαν να ‘ταν μεγάλη ιδέα
έσκυψα τώρα και καθαρίζω τον δρόμο σου
και δουλικά την μέση μου λυγίζω
να περάσει η απόγνωση

από πάνω μου, μα στον άλλον κόσμο, τον διπλανό, βρήκα το κέντρο
της οσμής σου και το κρατάω ξεγελαστικό λουλούδι
ή σαν κάτι βρώσιμο στο στόμα μου
τρίζοντας το μήπως χορτάσω
μ’ ό,τι έμεινε



Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Τα φωτάκια

Όταν μ´ αγαπάς στον παρατατικό
είναι τα μάτια σου θλιμμένα,
δύο σβησμένα κάρβουνα,

Κι αόριστα όταν με κρατάς λέω πως
δεν με κρατούν τα χέρια σου
δύο κίτρινες χειρολαβές

ένα παυσίλυπο σκοτάδι αναζητούν
μες το σκοτάδι και δεν βρίσκουν
στον μεγάλο αόριστο

κρέμονται κοκάλινες, ψυχρές
από σίδερα παράλληλα
στιγμιαία και σημειακά

παρά μόνο στην παραλίγο μητρική
θαλπωρή του στήθους σου
την άστοχη ευστοχία

που κρατήσαμε κι ύστερα χαθήκαμε
ανάμεσα στο βρώμικο πλήθος
δύο ανώνυμα σώματα.

πίσω απ’ τα κλειστά σου παράθυρα
σβηστά λαμπάκια παρατατικά,
θλίψεις υπέρλαμπρες.



Πέτρα

Κλεισμένοι σε μια πέτρα
περάσανε έξι μήνες
οι δυο τους
κι αφήσανε τον κόσμο
έξω από την πέτρα
και μέσα της
τίποτα δεν τους έλειψε
τίποτα δεν τους έλειψε

Κι η πέτρα ο κόσμος τους
έξι μήνες
μεγάλωσαν
ο ένας μέσα στον άλλο
κι η πέτρα τους αγκάλιαζε
και μέσα της
τίποτα δεν του έλειψε
τίποτα δεν του έλειψε

Τώρα κρατάει την άδεια πέτρα στο αριστερό
την κοιτάζει ζάρι από γρανίτη
την κοιτάζει κάτι συμπαγές και οριστικό
την κοιτάζει άλυτο αίνιγμα και κρυστάλλινη γυάλα

Σε λίγο η πέτρα θα κυλήσει
και θα μείνει πιο μόνος κι απ’ αυτήν,
κλεισμένος σε μια πέτρα
κλεισμένος σε μια πέτρα.



Αγία Σκληρότητα

Αγία Σκληρότητα
εις σε προσέρχομαι
ταπεινός και ικέτης.
Σου φέρνω δώρα
δακρυϊκών πόρων
δύσγλωττους πόνους
παιδικά παρακάλια,
χάλκινο το στομάχι μου
και στέρεψε τα μάτια.

Άγια Σκληρότητα
εις σε προσκυνώ
επαίτης και μόνος.
Σου φέρνω ώμους
γειρτούς γόνατα
λυγισμένα μάτια
για όσα είδανε, γέμισε
τ’ άδεια χέρια μου
ψαλίδια και μαχαίρια.



Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Ελάχιστες Ιστορίες - Ο γιατρός

Υπήρξε μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας. Ωστόσο κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  Αυτός αφαίρεσε το στομάχι της Πηνελόπης, ώστε να περιμένει χωρίς να βιάζεται, αυτός και τα μάτια και της Ελένης, ώστε να πάψει να ερωτεύεται.   

Κάθε τόσο, ένα παράξενο θηρίο τον επισκέπτονταν. Το καλωσόριζε και το άφηνε να του τρώει την καρδιά. Εκείνο τον ευχαριστούσε κι ανέβαινε στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσει μέχρι την επόμενη φορά. Ωστόσο, κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  

Μεγάλωσε σ’ έναν τόπο που τα καλοκαίρια είχαν κλαπεί. Οι άνθρωποι ήταν όλοι στήλες που πάνω τους στηρίζονταν άδεια σπίτια και δρόμοι. Χωρίς χέρια. Χωρίς κεφάλια. Μα με ώμους δυνατούς.  Εκείνος τις νύχτες έγλειφε τις πληγές των κομμένων μελών τους. Στέγνωνε η γλώσσα του, κορδελιάζονταν και ξέφτιζε πάνω στα σπασμένα τους κόκαλα κι όταν κάποιοι φύτρωναν καινούργια χέρια ή νέα κεφάλια, τον ευχαριστούσαν, παρατούσαν τα πόστα τους και φεύγαν για τόπους με πιο βολικούς χειμώνες. Εκείνος έκοβε μια λωρίδα απ’ τον μηρό του, την έπλαθε με τσιμέντο και αίμα και την σφήνωνε γερά κάτω από την νέα απουσία, μην τύχει και αφήσει το κουτσό υποστύλωμα κείνο το σπίτι ή τον τάδε δρόμο ανισόρροπο κι επικλινή.  Ωστόσο κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  

Κανείς δεν άκουσε ποτέ γι’ αυτόν. Μόνο μια γάτα κάποτε τον είδε, τον λυπήθηκε και του δάνεισε την γλώσσα της όταν ήταν πια πολύ αργά για να σωθεί ο ίδιος. Μετά το κατάλαβε, την πήρε πίσω, και τον άφησε κάτω από το τελευταίο σπίτι της πόλης. Και κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.



Στην εκκλησία

έβγαλε κάθε πολύχρωμο ρούχο
και βούτηξε σε μια κολυμπήθρα με μελάνι

τα χέρια και τα μάτια χάθηκαν
στο υγρό σκοτάδι χάθηκαν τα χέρια και

τα μάτια μόνο το σκοτάδι τους
κοιτούσαν κατάματα κι έναν σταυρό

που ποιος ξέρει ποιος τον έριξε
σε μια κολυμπήθρα με μελάνι και βούτηξε

γύρισε, απλώθηκε επάνω του
κατάπιε όσο μπόρεσε με τ’ άλλο ντύθηκε

να πιάσει φευ έναν μαύρο σταυρό
κι ήπιε το νερό του καντηλιού που δυο

χρόνια τώρα τον φώτιζε κατάπιε
το φιτίλι κι είπε καλά ήταν όσο και τώρα

ας βουλιάξει αύτανδρο κάθε μου αύριο
και δεν ακούστηκε ούτε ο λυγμός του ούτε

το διάφανο δάκρυ φάνηκε μονάχα των
χεριών η απόγνωση πιτσίλισε μελάνια εδώ

κι εκεί κι ύστερα πια μόνο ο αέρας
χαϊδευτικά επτύχωνε την ατάραχη επιφάνεια



Κορίτσια

Κορίτσια
κορίτσια
με μασήσατε
στα άγουρα αστικά σας
στόματα
Η παγανιστική
αγάπη σας
ω ευχαριστώ σας
εγγραφή σε λογιστικό
ισοζύγιο οι θυσίες σας
στον βωμό μου
προσφορές
καλής σοδειάς
ευγονίας
βολικών νερών
ανέφελων δρόμων
ταξιδίων ζωής κορίτσια
ένα κι ένα
δύο πάντα
ούτε λόγος
γρανάζια και έμβολα
κρυμμένα
στα ζεστά σώματά σας
κορίτσια γλυκά τα χέρια σας
στο κόκαλο
η μηχανική αγάπη
ω ευχαριστώ σας
ρέει ζέστη
απ´τ´ αρθρωτά σας μέλη
το σπιτικό σας όνειρο
μυρίζει βαλβολίνη
κορίτσια
η αγκαλιά σας πρέσσα
αντιγράφει νέα
κορίτσια



Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Ελάχιστες ιστορίες

Μπλέκονται μέσα μου οι φωνές τους
κι οι ιστορίες μας
οι αγάπες στα ανένδοτα δόντια μου
μήλα με την φλούδα τους
μηρυκαστικές βελόνες ραπτομηχανής
κεντούν το δέρμα
της κάθε μιας τους. Μέχρι σπασμού.


Εδώ θα βρεις, κάτω απ΄ τα επίμονα
κόκαλα, αίματα,
αράδες για την επαναληπτική μνήμη
την ξεχαστική,
κεντημένα μαλλιά ξανθά, μελαχρινά,
καστανά όλα
αγαπημένα και δεμένα αναμετάξι τους.


Και πίσω τους, πλέον πίσω τους πια
την ερμητική μου
άρνηση, την ίδια που τις έκλεισε πάντα
στην φυλακή,
του στόματός μου την οριστική έγκλιση
σε ποτήρι
κοκτέιλ να συναντώνται μεθυσμένα.