Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Δύο

Όλο το βράδυ μου λέγες έναν στίχο
σαν ρεύμα εναλλασσόμενο
η ελεημοσύνη του κι ο ουρανός του
ανθίζαν σ’ ένα λουλούδι δίλεκτο

Ψέμα αλήθεια εκκρεμές σιωπηλό
βάρβαρο λίκνισμα ασαφής πρόθεση
τη νύχτα στ´ αφτί μου τραγουδάς
κι η ανάσα σου τέμνει το μαύρο

Περίεργες συμπτώσεις δροσιές της κόλασης
η αγάπη σου απαγγέλει με βαθιά φωνή
σαλεύουν οι λεπτοί κορμοί των δέντρων
περαστικοί σηκώνουν τους γιακάδες

Στο άθλιο μπαρ του χρόνου πότες κι αλκοολικοί
λιώνουμε το συκώτι μας ο ήλιος μας κρύφτηκε
φέγγεις μονάχα εσύ με μια λέξη στα δόντια
που πιο βαθιά τίποτα δε με φώτισε ποτέ



Λούπα

Λερναία ύδρα
μεγαλώνει ακατάσχετα
προς κάθε κατεύθυνση
Με σταθερό πυρήνα
σε λούπα
Με χίλια κεφάλια
ίδια κι απαράλλαχτα
Και χίλιες παραλλαγές
σε λούπα
Δεν μίλησε ποτέ
σε κανέναν
τα λογύδρια του μονάχα
απήγγειλε
στο εκάστοτε ακροατήριο
αδιαφορώντας
για το ακροατήριο
απήγγειλε
τα λογύδρια του
με τα χίλια του πρόσωπα
τα όμοια
και καμία
πράξη
γεναιότητας
έστω λειψής
δεν έπραξε κανένα τους
μόνο άσκοπες
λέξεις εξέφερε
σε λούπα

Να πάρω το μπλε
και το κόκκινο χάπι
Να μαραθουν
οι χίλιες κεφαλές
να φυτρώσουν στη θέση τους
χίλια λουλούδια
ακέφαλα
Να πνιγούν οι θάλασσες
Να λιώσουν οι στεριές
Να γευτώ
το άχρονο
το ατέλειωτο
το αχρωμάτιστο
το άλογο
Να θρυμματιστεί ο κύκλος
και κάθε άλλο τέρας

Ερωτηματικό

Ποιος εαυτός μου σ´ αγαπαει
και ποιον αγάπησες;
Ποιος σε μισεί;
Ποιος σ’ ερωτεύτηκε;
Ποιος σε σκέφτεται
και ποιος σε ξέχασε;
Ποιον αντικατοπτρισμό μου
φαντάστηκες εσύ
και ποιον εγώ απόψε
που γέμισε η νύχτα
υγρούς καθρέφτες;

Ποιος εαυτός σου δέχεται
την φιλεύσπλαχνη αδιαφορία μου;
Οι τροχονόμοι
μαζεύουν ηρωικά
τις απορίες σου
σ’ όλη την πόλη
Ανοιχτοί δρόμοι
να μη σταματά πουθενά
η πομπή
με τα χαλασμένα όνειρα.
Κι εγώ με πονεμένους
κροτάφους
να ψάχνω στα σκουπίδια
κάτι σκόρπια τραμπουλόχαρτα
όμοια με τον λόγο μου.
πόσο ακόμα
να καίει το φως μου άφωτο;