Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Η καρέκλα

Τι κάνω πατέρα στην πλάτη σου;
Τι κάνει το χέρι της μαμάς στο στήθος σου;
Διαμπερές το στήθος σου.
Διατρητικό το χέρι της.
Μπήκε και βγήκε και χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
Τα λερώνει με το αίμα σου.
Τα ανακατεύει με το δικό της.

Τι γυρεύω πατέρα στην πλάτη σου;
Μήπως να με συνθλίψεις με μια απαλή κίνηση;
Κάτσε πίσω πατέρα.  Λιώσε με μεταξύ σου και της καρέκλας.
Είμαι μικρός.  Δεν θα πονέσω.
Ίσως να με τραβήξει το χέρι της μαμάς.
Ίσως με βγάλει πίσω απ’ την πλάτη σου.
Μέσα απ’ την τρύπα του στήθους σου.
Λουσμένο στα αίματά σου.
Ίσως με βάλει κούκλα χνουδωτή στο κρεβάτι της.

Αλλά,
Τι γυρεύω πατέρα στην πλάτη σου;
Πέρασα το μπόι σου μα την όψη σου
δεν την είδα ακόμη.



Προτομή

κάθεσαι τώρα θλιμμένη,
πίσω από το ανάχωμα του γραφείου,
με κομμένο το λαιμό
με τα δυο σου χέρια βάση
για το κεφάλι
στηριγμένο σαν αγάλματος
στις προσευχόμενες παλάμες.
κοιτάς το παγωμένο ακαθόριστο.
οι βολβοί των ματιών σου
κατέλαβαν με τ´ άσπρο τους
τον χώρο της ίριδας
της κόρης. 
ποια είσαι; τι έγινες;
ποια μνήμη χιόνι
σου αγκύλωσε το σώμα; 

δεν θα σε πω άγαλμα,
ούτε γυναίκα.


Το νερό

Αυτό το στεγνό φυτό στον κήπο μας
δεν θ’ ανθίσει.
Σαράντα χρόνια μπουμπουκιασμένο
μα ποτέ δεν το είδε ο γυμνός ήλιος.
Μόνο μια λαμπερή αντανάκλασή του
το μεγάλωσε 
και το συντηρεί 
μ´ έναν καθρέφτη εμμονικό
χάδι γυναίκας 
ακυρωμένης απ’ αέρινο ερώμενο. 

Αυτό το διψασμένο φυτό στον κήπο μας 
έχει ρίζα βαθιά. 
Βλέπεις, το άνυδρο χώμα του 
χρειάστηκε να τ’ αντλήσει 
απ’ τα μεγάλα βάθη του. 
Όμως δεν πατάει γερά. 
Δεν άπλωσε τα πόδια του. 
Δεν χάρηκε το στηρικτικό πλάτος της γης. 
Μονάχα η έγκλειστη λάβα της το ποτίζει.
Κι αυτό πυρώνει τον κορμό του,
ψηλώνει, μπουμπουκιάζει, 
μα δεν ευδοκιμεί. 



Το ‘χουν από παλιά, 
κακή συνήθεια τα λουλούδια
να δένουν με το νερό.