Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Ο κορμός

Ο κορμός να αφήσει το δέντρο
να ξαναγίνει το πρώτο τρυφερό πράσινο φύλλο που υπήρξε κάποτε.
Ας μείνουν έωλα τα κλαδιά.
Να τα κρατήσει αιωρούμενα ένα ελαφρό αεράκι.

Το σκληρό του δέρμα να ξεφλουδίσει.
Η υγρή του σάρκα να γίνει κλωστές.
Να πλέξει ένα καινούργιο σώμα ευλύγιστο.
Έγχρωμο όπως τα λουσμένα νερά.
Διάφανο σαν φτεράκι μέλισσας.
Φίνο σαν ανεπίδοτο χάδι.
Να περπατήσει.
Να πάει.
Τα φύλλα ας σκορπίσουν. Αποδημητικά τα φύλλα.
Φύλλα εφιαλτικά.
Που άλλοτε έπεσαν κι άλλοτε τα ξελόγιασε ο άνεμος.

Ο κορμός να αφήσει το δέντρο.
Ας είναι ξύλο κούφιο, μοναχό.
Ας είναι σώμα ακέφαλο. Σπίτι άστεγο.
Πουλί άφτερο. Ρούχο γυμνό.
Τα κλαδιά να κοπούν. Σαν χέρια.
Να αδειάσουν. Σαν χέρια.
Να καούν. Σαν χέρια σε θλιμμένο πρόσωπο.
Να λυγίσουν. Σαν χέρια.
Να κοπούν.

Τα βαθιά του πόδια να κοπούν.
Πόδια φριχτά. Τον παγίδεψαν.
Ήταν πουλί και τον έκαναν πέτρα.
Να κοπούν τα πόδια του.
Να λιμοκτονήσουν οι σκοτεινές του ρίζες.
Τι είναι ένας κορμός χωρίς ρίζες;
Πουλί. Να πετάξει.
Έστω να πνιγεί σε μια θάλασσα.
Να πλεύσει μισό μέτρο κάτω απ´ το πρόσωπό της.
Να σπάσει μια απρόσεκτη προπέλα. Να πάει κάπου.
Τα φύλλα αναμμένα μ´ ασετιλίνη να φτάσουν τον θόλο τ´ ουρανού.




Δεν

Δεν έχω μνήμη. Την σκότωσα ένα πρωί και από τότε κανιβαλίζω το σαπισμένο σώμα της.
Δεν έχω μορφή. Ακούω βλέπω αισθάνομαι με το σώμα κάποιου άλλου πλάσματος αγνώστου.
Δεν έχω και δεν είμαι. Μερικές σκέψεις αποδομημένες, μερικές εκλογικευμένες παράνοιες.

Ένα υποθετικό κορμί κείτεται στο ανύπαρκτο κρεβάτι μου. Δεν έχω και δεν είμαι.
Διαρκώ από μέρα σε μέρα. Από μέρος σε μέρος. Ένα σημείο. Κάτι αταξίδευτο. Κάτι εξ αρχής τελικό.
Πλέκω μονάχα την μία αγωνία μου δίπλα στην άλλη. Και αυτός είναι ο ορισμός της ζωής των χεριών μου.

Όμως δεν έχω χέρια.