Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Οι βαλίτσες

ξεκίνησα ξανά να φτιάχνω τις βαλίτσες μου.
σ' αυτό το ταξίδι χρειάζεται άριστη οργάνωση!!!
να ανασκοπηθεί η κάθε άχρηστη λεπτομέρεια.
να ενημερωθούν
επίγονοι
πρόγονοι
και αυτουργοί.
να κλείσει κάθε αδιάφορη εκκρεμότητα.
να ολοκληρωθεί ο παραλογισμός της ισχυρής ανελευθερίας.
να τονιστεί σωστά το ουσιώδες τίποτα.

πόσα να αδειάσει κανείς για κάτι τόσο μακρινό;
τι να πρωτοβγάλει;  ευγνωμοσύνες, ενθυμήματα, απολογίες;
πόσα χρειάζεται να είναι κανείς καλά γδυμένος;
τι μέγεθος κενού για να μην είναι υπέρβαρος;


πόσο χαρούμενος είμαι!
πάντα με κούραζαν ταξίδια και βαλίτσες!
γι' αυτό θα πάρω την μικρότερη!!
ό,τι χωράει στην τρύπια παλάμη μου!!
πιο πολλές μυρωδιές κι αισθήσεις
παρά το χοντρό μου παλτό για το μεγάλο κρύο
πιο πολλές τυφλές εικόνες
παρά τα γυαλιά για τον έκθαμβο ήλιο
πιο πολλά τραγούδια βουβά
παρά των ανθρώπων το απάνθρωπο βουητό
λέω
μόνο ένα φύλλο Δάφνης
στο δεξί μου χέρι κι άλλο τίποτα.

τι υπέροχοι κόσμοι ανοίγονται μπροστά μου!
τι άγνωστα μέρη περιμένουν το περίεργο βήμα μου!
πόσα πρώτα βλέμματα και ακροάσεις και μυρίσματα!
αστρικών γεννήσεων!
αβαρών μουσικών!
αχρώματων χρωμάτων!
χρυσόσκονης!
εξερώτων!

Δώσε μου Θεέ μου άνεμο ούριο
Δώσε μου νερά σιδερωμένα και φιλόξενα
Δώσε μου το θάρρος να κοιτάζω την ανυπαρξία σου
Δώσε μου δύναμη να σηκώσω το βάρος του φύλλου της.




Να ήμασταν

Να ´μασταν λέει πουλιά
Να πετούσαμε τα ανήμπορα σώματά μας
πάνω από τα τσιμέντα, τα σίδερα, τα σπασμένα γυαλιά που πολλαπλασιάζουν το άπειρο φως

Να ´χαμε βάρος ελαφρύ και κούφια τα κόκαλα μας
να ´ταν το μέτρο μας μια στάλα
μα ν´ ακουμπούσαμε ένα ύψος που έφτιαχνε τον κόσμο αόρατο
και τον συμπαγή όγκο μας αδειασμένο θησαυροφυλάκιο


Να ´ταν τ´ανίκανα χέρια μας να τεντώνονταν τόσο
ν´ απλωθούν τόσο που να γίνονταν διάφανα πέπλα πάνω απ´ το σάπιο σώμα της ζωής
σ´ αυτή την πόλη
που η οσμή μας τρυπάει μεθοδικά το υπεργάστριο
σαν πέπλο λευκό αγιόκλημα αποφορά σάβανο
η αναναστημένη πόλη ντυμένη από τα πόδια ως τα μαλλιά της νυφούλα
όμορφη με τ´ άδεια της μάτια και τ´ άσπρα της δόντια χαμογελά
κι από το άδειο της κεφάλι πετούν πουλιά
προς άγνωστες κατευθύνσεις
αναπνέουν όλο το οξυγόνο του κόσμου
πουλιά με στόματα χοάνες
ρουφούν πελώριες αναπνοές
όλες δικές τους μ´
αντλίες χωμένες στα ανοιχτά μας μάτια
ξεδιψούν αχόρταγα αξεδίψαστα
κι όλα τα νερά δικά τους
να μην ήμασταν ούτε πουλιά
να μην ήμασταν ούτε πέπλα
ούτε να ήμασταν
Ανυπόστατε ούτε να ήμασταν