Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Μια σκύλα

Μια σκύλα σε οίστρο
δαγκώθηκε από πορφυρά μέλη,
τα βυζαίνει,
τους σπάει τα κόκαλα και τα φτύνει.
Η αήττητη εποχή με στόμφο
ανθίζει, καρπίζει, ομορφαίνει
για να θερίσει την ψηλότερη ώρα.  
Κι όλα, σχεδόν, ξεγελασμένα και μακάρια
χαίρονται, μες την απέραντη μωρότητά τους,
μπροστά στο σίγουρο τέλος τους.

Μόνο ένα δέντρο δυστυχές βουίζει
στο έμμεσο φως του απογεύματος,
κι όπως αυτή περνά σαν χειμώνας
και σαν αποφορά ελπίδας σαπισμένης,
τα λουλούδια του τρέμουν και τραγουδούν
μυστικά το ένα στο άλλο:

«Άνοιξη, νεκροζώντανη κόρη,
απ´ τη μήτρα του Άδη ξεγλιστράς,
παρθένα και πόρνη αμέσως,
γεμίζεις τα ανύποπτα δέντρα
παιδιά βιασμού,
κλειδώνεις κάθε ελπίδα θανάτου
στο πράσινο συρτάρι σου.
Άνοιξη, κυρά των γελοίων ερώτων,
των φαιδρών στεναγμών,
μάγισσα της πλάνης της ζωής,
τα σάπια δόντια σου τα κρύβεις πίσω
από αστραφτερά χαμόγελα,
μα εμείς μυρίζουμε την αναπνοή σου
και δεν μας ξεγελάς,
και δεν μας ξεγελάς»