Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Συνάντηση μετά από 30 χρόνια

Βρήκα μια παιδική πλάτη
και της χάραξα σαρανταδύο
χρόνια οδοντωτά, μέρα και δόντι
νύχτα και τριγμός.
Άνοιξα το στόμα,
λύγισα το γόνατο,
μετάλαβα απ’ το καρφί
στο χέρι μου.
Σφίγγει εξ αρχής, τα βράδια,
το στόμα στη γροθιά του
τα δόντια μου, κι εγώ τώρα πια
σε μια γωνιά κλαίω και συγχωρώ
τους ζωντανούς μου,
ασυγχώρητος.
Ποζάρω βέβαια, στην κάθε μου λέξη,
κι όλες τους σιγοντάρουν
ένα αόρατο ψιλόβροχο.
Βυθίζομαι στη λάσπη,
από το κέντρο ως την Πυλαία,
εκκρεμώ στα στενεμένα περάσματα
από το σπίτι ως το στέρνο μου.
Φτιασιδώνομαι μπροστά στον θάνατο
μη τυχόν με δει ατημέλητο και με λυπηθεί.

Εσύ
όμως, αντί προσχήματος,
φοράς δυο κόκκινες τρύπες σκοτεινές
στην θέση των ματιών σου
και την φθαρμένη ρόμπα σου
κρατάς με τ´ αριστερό κλειστή στο στήθος.
Στις κόγχες, σε άτακτη υποχώρηση
για την κιβωτό του κρανίου σου, μάτια.
Ποιος θα 'θελε να βλέπει τέτοια τελευτή;
Λέγεται ζωή
αυτό που από μέσα σου
ρουφάει όλη την ζωή σου.
Λέγεται ημέρα
αυτό που συρρικνώνει το σώμα σου,
και που γραπώνει τα πόδια σου σφιχτά
στους αστραγάλους
όπως φτάνεις στο τέλος των βημάτων,
και γίνεσαι ολόκληρη δυο κόκκινες κόγχες
και λίγα δόντια πεταμένα στο στόμα
σαν ζευγάρια δίκαια ζάρια.



Αντί

Μέσα στο πέτρινο σπίτι
γυμνός
ψαρεύει με το χρυσό ρολόι
για δόλωμα
του
η λίμνη ολόκληρη
ξημέρωμα του Απρίλη
γυμνός
κοιτάζει ένα δέντρο
φυτρωμένο
στο σαλόνι
εκκωφαντικά θροΐζουν
τα ασημένια φύλλα
εκστατικά μπρος
στην ορυκτή του δύναμη
το σπίτι
οχυρό ανυπεράσπιστο
κλείνει τους τοίχους του
μα η αγκαλιά του
τρύπια
αχ και να ‘ταν πέτρα
η άμμος του
αχ να ‘ταν εκείνος κόκκος
αντί πέτρα