Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Πύρρειο

Οι πεθαμένες μπότες μου
κείτονται εδώ
σ´ αυτόν τον τόπο που άλλο
δεν χρειάζεται να αποφασίζεις.
Στην γη αυτή
της επιβεβαιωμένης κούρασης,
η επιβράβευση
άχρονη απονία.
Οι άνθρωποι που αγάπησα
στέκονται μέσα μου δέντρα
καμμένα στύλοι που ακόμα
καπνίζουν οξυμένοι και οξύμωροι,
ως τον ουρανό.
Θυμάμαι να αγαπώ
όπως ο ακέφαλος χορευτής
με την ψιχαλιστή του Γιουδήθ
στη μεγάλη Βιενέζικη σάλα.
Ξεχνάω το φτηνό κέρμα
της ζωής μου
στην τσέπη
βγαίνω να ξεβοτανίσω
τον κήπο με τα σκονισμένα χέρια.
Σπασμένα οστά παντού
μου θυμίζουν ό,τι δεν ξέχασα
κι έπειτα
να πιω ένα πικρό καφέ
στο καφενείο του Πύρρειου
με τα διαβρωμένα
αμίλητα γερόντια
κι έπειτα
δυο τσίπουρα κι έναν ανόνειρο
ύπνο εκεί που
δεν χρειάζεται πια
ούτε πανιά
ούτε κουπιά
ούτε χέρια
ούτε μάτια
ούτε όνειρα.

Το απόγευμα θα σε ξυπνήσω
στο κίτρινο κουτί
με το ρόδι
να τανυστείς ζεστή
επιθυμία και εποχή και αίσθηση
ανεπίστρεπτη.
Άνοιξε ο καιρός.
Απ´το πατάρι μου
θα κατεβάσω τα καλοκαιρινά
για να ξανάβρω το ξανθό νήμα
και την στάθμη μου
θα σ´ ακούσω σαν τραγούδι
μέσα στη μήτρα
θα σε τυλίξω κουβαράκι
στην τσέπη
και θα βγω βόλτα απένταρη,
χρεοκοπημένη.

Πάντοτε ήμουν ο φόβος μου
όμως εδώ, στο Πύρρειο,
δεν είμαι παρά ένας άγνωστος
ανάμεσα σε λουλούδια και
ανθρώπους που ξέρουν
πως να ανασαίνουν.
Κι άλλο πια δε με γνωρίζω.
Μονάχα ένας κόμπος πόνου
ενοχλεί το αργό μου βήμα
στο ύψος του μηρού
και του θυμίζει
πως ο τόπος αυτός δεν ήταν
προορισμός όπως ήλπιζε.
Ξυπόλυτα θα πατήσω
όλα τα βραχέα κυκλώματα
και θα αφήσω αυτό το μέρος
που ποτέ δεν έφτασα
για εκείνο που πάντοτε ήμουν.