Ασημένιες πνοές
ποτάμια αφόρητα
αθώρητες λέξεις
πληγώνουν τον ύπνο
Ένας ελέφαντας
με πόδια βελόνες
με γυάλινα
σπασμένα μάτια
προσεύχεται
στα ρέοντα
κουφά νερά
Όσοι ακούν
τις φωνές
των δέντρων
ακούν
το παρελθόν
με τις εννιά ουρές
στην πλάτη τους
Αποβαίνουν
οι θλιβερές ιστορίες
κι ανταλλάσσονται
στη μέση των πάρκων
στα άδεια παγκάκια
στα ξερά φύλλα
που πέσαν
στα στόματα
Οι νομάδες
κρεμασμένοι
σε λάθος δέντρα
οι βράχοι κελαρυστοί
αβέβαια χέρια
τα παπούτσια
στα κύματά τους
Χριστούγεννα
του ειδικού φωτός
Ιούνιος
των κλασμάτων
εποχές σπατάλης
εποχές πείνας
Κι οι από εδώ
φιλέρημοι
κι οι από ‘κει ανήδονοι
όλοι καχύποπτοι
χαρές παραμονεύουν
τύψεις θυμούνται
αναμονές μόνες
στα ξύλινα τραπέζια
πάνω στην ψάθα
στις καρέκλες
δίπλα στα κοντά ποτήρια
στους φτωχούς μεζέδες
δίπλα στις αδέσποτες
γάτες που λιμοκτονούν
δίπλα στα μάτια
τα προπατορικά
Άντε να ζήσεις
ποτάμια αφόρητα
αθώρητες λέξεις
πληγώνουν τον ύπνο
Ένας ελέφαντας
με πόδια βελόνες
με γυάλινα
σπασμένα μάτια
προσεύχεται
στα ρέοντα
κουφά νερά
Όσοι ακούν
τις φωνές
των δέντρων
ακούν
το παρελθόν
με τις εννιά ουρές
στην πλάτη τους
Αποβαίνουν
οι θλιβερές ιστορίες
κι ανταλλάσσονται
στη μέση των πάρκων
στα άδεια παγκάκια
στα ξερά φύλλα
που πέσαν
στα στόματα
Οι νομάδες
κρεμασμένοι
σε λάθος δέντρα
οι βράχοι κελαρυστοί
αβέβαια χέρια
τα παπούτσια
στα κύματά τους
Χριστούγεννα
του ειδικού φωτός
Ιούνιος
των κλασμάτων
εποχές σπατάλης
εποχές πείνας
Κι οι από εδώ
φιλέρημοι
κι οι από ‘κει ανήδονοι
όλοι καχύποπτοι
χαρές παραμονεύουν
τύψεις θυμούνται
αναμονές μόνες
στα ξύλινα τραπέζια
πάνω στην ψάθα
στις καρέκλες
δίπλα στα κοντά ποτήρια
στους φτωχούς μεζέδες
δίπλα στις αδέσποτες
γάτες που λιμοκτονούν
δίπλα στα μάτια
τα προπατορικά
Άντε να ζήσεις