Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Άτιτλο

Ασημένιες πνοές
ποτάμια αφόρητα
αθώρητες λέξεις
πληγώνουν τον ύπνο

Ένας ελέφαντας
με πόδια βελόνες
με γυάλινα
σπασμένα μάτια
προσεύχεται
στα ρέοντα
κουφά νερά

Όσοι ακούν
τις φωνές
των δέντρων
ακούν
το παρελθόν
με τις εννιά ουρές
στην πλάτη τους

Αποβαίνουν
οι θλιβερές ιστορίες
κι ανταλλάσσονται
στη μέση των πάρκων
στα άδεια παγκάκια
στα ξερά φύλλα
που πέσαν
στα στόματα

Οι νομάδες
κρεμασμένοι
σε λάθος δέντρα
οι βράχοι κελαρυστοί
αβέβαια χέρια
τα παπούτσια
στα κύματά τους

Χριστούγεννα
του ειδικού φωτός
Ιούνιος
των κλασμάτων
εποχές σπατάλης
εποχές πείνας

Κι οι από εδώ
φιλέρημοι
κι οι από ‘κει ανήδονοι
όλοι καχύποπτοι
χαρές παραμονεύουν
τύψεις θυμούνται
αναμονές μόνες
στα ξύλινα τραπέζια
πάνω στην ψάθα
στις καρέκλες
δίπλα στα κοντά ποτήρια
στους φτωχούς μεζέδες
δίπλα στις αδέσποτες
γάτες που λιμοκτονούν
δίπλα στα μάτια
τα προπατορικά

Άντε να ζήσεις




Περί κινήσεως

κίνηση, μοναδικό αίτημα
συλλαβισμός
καλπασμός
κύμα
θρόισμα
πτώση
σύγκρουση
ανάσα
κόκκινη κύλιση

κίνηση, κωμικό αίτημα
βουή
άφιξη
αναχώρηση
ανασάλεμα
έκρηξη
διασκορπισμός
βροχή
απορροφητικό χώμα

κίνηση, απολογητικό σκυλί
σύρσιμο
ουρλιαχτό
πείνα
επαιτεία
ταπείνωση
νύχτα
προφυλακτήρας
βροχή



Vessel

Στα χέρια του κρατώ ένα δοχείο
ένα καράβι, έναν κωπηλάτη,
εκτελούν μεταφορές,
μια αντανακλαστική επιφάνεια
στο κέντρο μιας μάταιης σφαίρας
κουδουνίζει μεταλλικά.
Βλέπει να κρατώ στα χέρια του
ένα δοχείο, ένα καράβι,
μια μάταιη σφαίρα,
ακούει μια μεταλλική
σερενάτα να καίει τα κεριά του
σε κάθε της σύγκρουση
με το καινούργιο φως.
Κάτι τρέμει
λες και τα πράγματα συντονίζονται
με τα χέρια του νωθρού καραβιού
λαμνοκοπώντας υστερικά
στα πόδια ανάποδης χελώνας.
Ο Ρασκόλνικωφ είναι
ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο.
Κι αυτός είμαι κρυμμένος
στο μισό κοίλο του ωμέγα του.
Μια σκέψη μέσα στην σκέψη,
στο κόμμα μια τελεία,
η σιωπή μετά την ανάσα
στην μόνη άκρη του σύμπαντος.