Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Τα κουδουνάκια

Κάτι αθύμιστο κουδουνίζει μέσα μου
μέσα στον ήχο αυτού που αγαπώ. 
Κάτω απ’ την παλιά του ομπρέλα,
βρέχεται η επιθυμία μου απροστάτευτη. 
κλείνω κι εγώ τα μάτια μου
και με γυρτό κεφάλι αφήνομαι
στο απροσπέλαστο παρελθόν. 

Ξεθωριασμένη παιδική κούνια
λικνίζεται ο ασταθής έρωτας
και το πουκάμισο που φορώ
και τ’ αγαπημένα μου παπούτσια
τα ξαναπατώ κυκλικά
κι έρχονται οι έρωτες σαν μόδα
και παρέρχονται να συναντήσουν 
την πρώτη εικόνα τους, την σβησμένη.

Κι εσύ φόβε μου πατέρα ποιος ξέρει 
πότε πρώτη φορά σε φοβήθηκα
κι έμαθα να σε συναντώ κρυφά 
και φανερά στην μύτη των ποδιών μου.
Ταλαντώνεσαι όπως το φως ίδιος
σκοτάδι, σκοτεινός και ανερμήνευτος,
κι εγώ εκεί, στ´ άδειο τραπέζι με το αίμα.

Κι εσύ ανάγκη μου μάνα ποιος άλλος
να σου φέρνει τα παλιά μου ρούχα
και ποιος να παίρνει το καινούργιο φαγητό
χρόνια αλλαγμένα κι απαράλλαχτα,
και ποιος τυφλός με το αλκάλιο
της αγάπης σου μπορεί να χορταστεί,
αν όχι η τέλεια αντανάκλαση του χρόνου
που μ´ αρρωσταίνει κάθε μέρα.