Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Το ολόκληρο

ένας κοντός άνθρωπος
θέσει ένα μέτρο
φύσει δύο μέτρα
κάθιδρος
στο υψοφοβικό του ανάστημα
ακινητεί επιτυχώς
αναρωτώμενος
για το παράδοξο
της αναντιστοιχίας

γραπωμένος
στο ελάχιστο
χερούλι
μικρότερο
από την χούφτα
με το μάγουλο
στην επιφάνεια
μισού ασφαλούς
βήματος
ξάπλωσε και
βαριανασαίνει
λες και με το βάρος
της η ανάσα του
θα τον σώσει

στ΄ άλλο μισό του
βήμα το κενό
εκείνου του παιδικού
ονείρου
της πτώσης
ζωντανεύει
και μέσα στ’ όνειρο
τα δυο μισά
ένα ολόκληρο
τίποτα



Το γράμμα

ξεχάστηκε σαν πατρικό χάδι
και σαν παιχνίδι θαμμένο
σ´ ακατοίκητο εξοχικό
σκονίστηκε επαρκώς
δίπλα στα ψίχουλα Μιράντα
η παλιά γλύκα ξεθώριαζε
στ´ αμνήμονα δόντια
που γερνάνε έκτοτε

Ποια βόλτα, ποιο γέλιο φως;

Σαν ακόρεστη δίψα
κραταιά η ανάγκη
μεταλλάχθηκε σ´
απαστράπτουσα παρακμή
και ποιητές υψηλών
ή χαμηλών
κορυφών ματαιοδοξίας,
της άχαρης ζωής
του αμήχανου «είναι»
βιογράφους
μεταφραστές-προδότες
της αενάου αγωνίας
ευτελιστές
τυμβωρύχους
νεκρόφιλους
σκουλήκια
βρυκόλακες
και κόλακες
αυτιστικούς

Ω μοίρα, των ακαμάτηδων ρούχο