Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Ελάχιστες Ιστορίες - Ο γιατρός

Υπήρξε μεγάλος γιατρός της αρχαιότητας. Ωστόσο κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  Αυτός αφαίρεσε το στομάχι της Πηνελόπης, ώστε να περιμένει χωρίς να βιάζεται, αυτός και τα μάτια και της Ελένης, ώστε να πάψει να ερωτεύεται.   

Κάθε τόσο, ένα παράξενο θηρίο τον επισκέπτονταν. Το καλωσόριζε και το άφηνε να του τρώει την καρδιά. Εκείνο τον ευχαριστούσε κι ανέβαινε στα βουνά να ξεκαλοκαιριάσει μέχρι την επόμενη φορά. Ωστόσο, κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  

Μεγάλωσε σ’ έναν τόπο που τα καλοκαίρια είχαν κλαπεί. Οι άνθρωποι ήταν όλοι στήλες που πάνω τους στηρίζονταν άδεια σπίτια και δρόμοι. Χωρίς χέρια. Χωρίς κεφάλια. Μα με ώμους δυνατούς.  Εκείνος τις νύχτες έγλειφε τις πληγές των κομμένων μελών τους. Στέγνωνε η γλώσσα του, κορδελιάζονταν και ξέφτιζε πάνω στα σπασμένα τους κόκαλα κι όταν κάποιοι φύτρωναν καινούργια χέρια ή νέα κεφάλια, τον ευχαριστούσαν, παρατούσαν τα πόστα τους και φεύγαν για τόπους με πιο βολικούς χειμώνες. Εκείνος έκοβε μια λωρίδα απ’ τον μηρό του, την έπλαθε με τσιμέντο και αίμα και την σφήνωνε γερά κάτω από την νέα απουσία, μην τύχει και αφήσει το κουτσό υποστύλωμα κείνο το σπίτι ή τον τάδε δρόμο ανισόρροπο κι επικλινή.  Ωστόσο κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.  

Κανείς δεν άκουσε ποτέ γι’ αυτόν. Μόνο μια γάτα κάποτε τον είδε, τον λυπήθηκε και του δάνεισε την γλώσσα της όταν ήταν πια πολύ αργά για να σωθεί ο ίδιος. Μετά το κατάλαβε, την πήρε πίσω, και τον άφησε κάτω από το τελευταίο σπίτι της πόλης. Και κανένα βιβλίο δεν θα τον αναφέρει ποτέ.



Στην εκκλησία

έβγαλε κάθε πολύχρωμο ρούχο
και βούτηξε σε μια κολυμπήθρα με μελάνι

τα χέρια και τα μάτια χάθηκαν
στο υγρό σκοτάδι χάθηκαν τα χέρια και

τα μάτια μόνο το σκοτάδι τους
κοιτούσαν κατάματα κι έναν σταυρό

που ποιος ξέρει ποιος τον έριξε
σε μια κολυμπήθρα με μελάνι και βούτηξε

γύρισε, απλώθηκε επάνω του
κατάπιε όσο μπόρεσε με τ’ άλλο ντύθηκε

να πιάσει φευ έναν μαύρο σταυρό
κι ήπιε το νερό του καντηλιού που δυο

χρόνια τώρα τον φώτιζε κατάπιε
το φιτίλι κι είπε καλά ήταν όσο και τώρα

ας βουλιάξει αύτανδρο κάθε μου αύριο
και δεν ακούστηκε ούτε ο λυγμός του ούτε

το διάφανο δάκρυ φάνηκε μονάχα των
χεριών η απόγνωση πιτσίλισε μελάνια εδώ

κι εκεί κι ύστερα πια μόνο ο αέρας
χαϊδευτικά επτύχωνε την ατάραχη επιφάνεια



Κορίτσια

Κορίτσια
κορίτσια
με μασήσατε
στα άγουρα αστικά σας
στόματα
Η παγανιστική
αγάπη σας
ω ευχαριστώ σας
εγγραφή σε λογιστικό
ισοζύγιο οι θυσίες σας
στον βωμό μου
προσφορές
καλής σοδειάς
ευγονίας
βολικών νερών
ανέφελων δρόμων
ταξιδίων ζωής κορίτσια
ένα κι ένα
δύο πάντα
ούτε λόγος
γρανάζια και έμβολα
κρυμμένα
στα ζεστά σώματά σας
κορίτσια γλυκά τα χέρια σας
στο κόκαλο
η μηχανική αγάπη
ω ευχαριστώ σας
ρέει ζέστη
απ´τ´ αρθρωτά σας μέλη
το σπιτικό σας όνειρο
μυρίζει βαλβολίνη
κορίτσια
η αγκαλιά σας πρέσσα
αντιγράφει νέα
κορίτσια