Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Τα φωτάκια

Όταν μ´ αγαπάς στον παρατατικό
είναι τα μάτια σου θλιμμένα,
δύο σβησμένα κάρβουνα,

Κι αόριστα όταν με κρατάς λέω πως
δεν με κρατούν τα χέρια σου
δύο κίτρινες χειρολαβές

ένα παυσίλυπο σκοτάδι αναζητούν
μες το σκοτάδι και δεν βρίσκουν
στον μεγάλο αόριστο

κρέμονται κοκάλινες, ψυχρές
από σίδερα παράλληλα
στιγμιαία και σημειακά

παρά μόνο στην παραλίγο μητρική
θαλπωρή του στήθους σου
την άστοχη ευστοχία

που κρατήσαμε κι ύστερα χαθήκαμε
ανάμεσα στο βρώμικο πλήθος
δύο ανώνυμα σώματα.

πίσω απ’ τα κλειστά σου παράθυρα
σβηστά λαμπάκια παρατατικά,
θλίψεις υπέρλαμπρες.



Πέτρα

Κλεισμένοι σε μια πέτρα
περάσανε έξι μήνες
οι δυο τους
κι αφήσανε τον κόσμο
έξω από την πέτρα
και μέσα της
τίποτα δεν τους έλειψε
τίποτα δεν τους έλειψε

Κι η πέτρα ο κόσμος τους
έξι μήνες
μεγάλωσαν
ο ένας μέσα στον άλλο
κι η πέτρα τους αγκάλιαζε
και μέσα της
τίποτα δεν του έλειψε
τίποτα δεν του έλειψε

Τώρα κρατάει την άδεια πέτρα στο αριστερό
την κοιτάζει ζάρι από γρανίτη
την κοιτάζει κάτι συμπαγές και οριστικό
την κοιτάζει άλυτο αίνιγμα και κρυστάλλινη γυάλα

Σε λίγο η πέτρα θα κυλήσει
και θα μείνει πιο μόνος κι απ’ αυτήν,
κλεισμένος σε μια πέτρα
κλεισμένος σε μια πέτρα.



Αγία Σκληρότητα

Αγία Σκληρότητα
εις σε προσέρχομαι
ταπεινός και ικέτης.
Σου φέρνω δώρα
δακρυϊκών πόρων
δύσγλωττους πόνους
παιδικά παρακάλια,
χάλκινο το στομάχι μου
και στέρεψε τα μάτια.

Άγια Σκληρότητα
εις σε προσκυνώ
επαίτης και μόνος.
Σου φέρνω ώμους
γειρτούς γόνατα
λυγισμένα μάτια
για όσα είδανε, γέμισε
τ’ άδεια χέρια μου
ψαλίδια και μαχαίρια.