Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Η λάμψη

Λάμνει προς την λάμψη
κι όλο λύνονται οι καρποί λιώνουν οι ώμοι
κι όμως γόνατα, πλάτη, νεφρά
όλα τα λιμάρει
πάνω στα σκληρά ξύλα
πάνω στα σκληρά νερά
για το αβέβαιο μιας άλυπης λάμψης.

Μα εκείνη είναι άλλη
κι όταν την φτάνει είναι ήδη αλλού.

Κι έτσι λάμνει προς την λάμψη
κι όλα λιώνουν οι καρποί κι οι ώμοι
λείπουν πια τα γόνατα, η πλάτη, οι ώμοι
σκόνες επάνω στα σκασμένα ξύλα
χαμένα μέσα στα σκληρά νερά
για το γελοίον μιας ανύπαρκτης λάμψης
που πάντα είναι άλλη
και που όποιος την φτάνει είναι ήδη άλλος.



Το χθεσινό φεγγάρι

Αυτό το φεγγάρι μου τράβηξε το αίμα.
Φούσκωσε η μια μου άκρη,
το μέρος κάτω απ’ τα μαλλιά,
έκανε το κεφάλι μου μια υπόσχεση
έκρηξης,
κι η άλλη έμεινε έρημη, ξερή.
Πήρα κολακευτικό καθρέφτη
τί να δω, κρανίου τόπος
από τα μάτια μέχρι τα πόδια μου.

Είπα να πιάσω μιαν άκρη,
ένα μανίκι,
κάποια δροσιστική σκιά
μιας πέτρας έστω να γλείψω
την άκαμπτη υγρασία
- φεγγάρι στυγνό
όπως παίρνεις την εκδίκησή σου
απ´ την νάρκισσω Γη -
μιας βελούδινης φούστας πλισέ
το Ιανό πέλος,
έπιασα αγκάθια υγρά
γλίστρησαν απ’ τα χέρια μου
έπλυνα το πρόσωπό μου
το σώμα μου καλά παντού
βρωμιά δεν άφησα πουθενά,
τουλάχιστον καθαρίστηκα.

Λάμπει τώρα το αρραγές του φως
πάνω στο μπουκέτο του κεφαλιού μου
πάνω στους κόκκινους δρόμους του σώματός μου
πάνω στις στεγνές τρύπες των χεριών
σπάει το αρραγές φως του
κρεμιέται πάνω μου κλωστές
μπλέκει στα ξεσκισμένα ρούχα
μια ρόδα φωτεινή ξεκόλλησε
κυλά από τον ουρανό κι έρχεται
κατά πάνω μου
να ισιώσει την αφελή μου πρόθεση.