Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Το μπολ

Η αγάπη συρρικνώθηκε
στην επιφάνεια μιας σφαίρας
Ύστερα έτρεξε,
έτρεξε το κοίλο του μπολ
Πλαστικό το μπολ
Δεν είχε χέρια η σφαίρα
να κάνει βήμα παραπάνω
ούτε κεφάλι να δει
πέρα απ´ το ύψος
της επαναλαμβανόμενης
εκκρεμότητας.

Η μαμά έκλεισε το καπάκι
και κάποτε όλα ηρέμησαν ακίνητα.




Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Βρέχει

Η βροχή πήδηξε πέρα απ’ το νερό
Έγινε αίσθημα συνεχές στο σκαμμένο πρόσωπο 
Επωδός και σκασμένο πέλμα
Πλατό αγωνίας κι έπειτα έπεσε πάνω μας παλτό
Ξεχάστηκε, εποχές και ανθρώπους ξεπέρασε
Ξέπλυνε, απέκρυψε, έμεινε τραγούδι υπόκρουση
Παύση άπαυτη, λίπανε το σχοινί της ζωής
που μας τραβάει ως τον θάνατο
Έφτασε από τον φάρυγγα στο στομάχι
Από τα μαλλιά στα δάχτυλα των ποδιών
Από τα χέρια στην κάθε επόμενη αγκαλιά μας
Από τα μάτια δεν έφυγε πότε.




Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Το χωρισμένο σώμα

Ένα φιλί χώρισε ένα σώμα στα δύο.
Σκόρπισε η μέση κι έμειναν
Σαντορίνη και Πάρος δεμένες σε παλιό ομφάλιο
να πλέουν στην λεκάνη με τα καθαρά.

Προηγήθηκε
ρυθμολογία βημάτων ακατάσχετων
μέχρι την μακρινή εγγύτητα
του κόκκινου ορίου της θάλασσας
κι από κει μια στάση
δίπλα στην πόρτα που χασκε
προς την μεριά του αχού και του αχ
της μεγαλύτερης και της μόνης αρχής

Ακολούθησε
απονενοημένη συρραφή
-ή έστω η προσπάθειά της-
ενώ ό,τι χωρίστηκε
-γνωρίζει η Έκρηξη-
δεν συναντήθηκε ξανά με την αρχή του.
Κάποιος καθάρισε το στίγμα στο χαλί.
Κάποιος άνοιξε τα παράθυρα να μπει αέρας στο σπίτι..
Στα ξύλινα πατώματα
έσβησε γρήγορα το σχήμα των λεπτών δαχτύλων.



Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Τα πετάλια

νέοι δρόμοι
ανθισμένη περιφορά
επιτάφιας θλίψης
βουίζει απέραντη
η θάλασσα
των ανθρώπων
γυαλίζουν λάφυρα
στον παιδικό λαιμό
κι ένα διαμάντι
μαύρο σαν κάρβουνο
και δύο μάτια
γυαλιά
στο τρυφερό φιλί
και στα σκαμμένα χέρια
η κίνηση της ασφάλτου
των πεζοδρόμων
ο κυματισμός
ένα ακίνητο ποδήλατο
αναπνέει παγωμένο
στην πιο ωραία
ισορροπία του



Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Κέντρο

Αυτού του δέντρου τα κλαδιά
όλα μονάχα στέκονται.
και μόνα τους κοιμούνται.

Η τεθλασμένη πλώρη τους
όλα δικά της τα ζητά.
κι όλα σαν ξένα τα θυμάται.

Κι ένα κλαδί ξεκρέμαστο
ένα σπαστό κλαδάκι
κλαδάκι ψάχνει να πιαστεί.

κι από του δέντρου την πληγη
του κλαδεμένου δέντρου,
του πληγωμένου το κορμί,

να βρει ψάχνει το κέντρο.



Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Τα γέλια

Στην μυθική πλευρά της καθημερινής μου μάσκας
αρνήθηκα μια μέρα να ξαπλώσω
και κατέφυγα απέναντι,
να φανταστώ τον άνθρωπο ως μη ρήμα,
κι όπου δεν ήταν δυνατό,
ως κάτι τέλεια αυθεντικό.

Πάτησα ένα σκαλί, ένα δέντρο, ένα βουνό,
να δω χωρίς κρίση, χωρίς αίσθημα,
χωρίς τους μυστικούς φίλους του παιδικού δωματίου μου,
να ακούσω χωρίς την μοίρα της γενιάς μου,
να αφήσω το δέρμα μου να ενωθεί
αντί να διαχωρίζομαι.

Τα ακούραστα χέρια μας, παρωδίες θεών, πλάθουν
ανακατεύοντας αίματα, κόκαλα, φωνές,
ζωές ώσπου τα ψαλιδωτά μας δάχτυλα να διαμορφώσουν
το αδιάφανό μας σώμα κι ώσπου τα αφώτιστα μάτια μας
να το σκιάσουν κι ώσπου το πανί της ψυχής να τεντώσει
κι οι ξύλινες καρέκλες να γεμίσουν μικρά γέλια.



Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Ποντίκια

Ένα ποντίκι διαλέγει
δόντι-δόντι
την ανάποδη πορεία της ουράς του
προς το σώμα.
γιατί;

Στέκεται κάπου στα μέσα,
μ´ ό,τι απέμεινε,
πάνω από αντανακλαστικά λασπόνερα:
«Καλά πάω από δω;» δαγκώνει.
«Καλά πας» το ίχνος του αίματος.

Μισό ποντίκι
Ελαφρύ πια
Καλπάζει στο όριο
μιας κόκκινης οδοντοστοιχίας.