Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Η καντέντσα της Άνοιξης

Λ.Π

Το κεφάλι του ήταν γεμάτο
μεταλλικά ελάσματα.
Αγαλβάνιστοι σωλήνες έστελναν
τα αίματα εδώ κι εκεί.
Κοχλάζανε λάδια, υγρά, βενζίνες
άφριζαν το στόμα και τα μάτια.
Κάθε φορά κάτι σκούριαζε
κι ένας με ματσακόνι
αφήνονταν να του χτυπάει ρυθμικά
τα πλευρά του.
Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουγε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης
και δεν την καταλάβαινε ούτε μία.

Στο σώμα του συμβίωνε
ένας άγνωστος
κι αυτός τον κοιτούσε κάποτε
με μάτια απορημένα κι άλλοτε κενά.
Έψαχνε μέσα του ατέλειωτες
πεδιάδες ερημικές.
Χώρες εχθρικές τριγύρω της έσω
επικράτειας, σκύλες,
σειρήνες και βράχια.
Ψιλαφούσε τα ασαφή όριά του
πίσω απ΄ το διαμπερές δέρμα.
Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουγε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης
και δεν την καταλάβαινε ούτε μία.

Μάζευε συχνά την ζωή
στα γρήγορα,
σε δύο χάρτινες κούτες.
Έπαιρνε στα χέρια την μισή.
Την άλλη την άφηνε όπου.
Σε γεμάτα σπίτια, σ' άδεια γραφεία.
Σε κενά γράμματα.
Διαπίστωνε ελλείψεις συντονισμού.
Ετεροχρονισμούς στιγμών ξεκούρδιστων.
Μια ζωή η ζωή ένα βήμα μπρος του
ή πίσω.

Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουσε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης.
Δεν την κατάλαβε ούτε μία.