Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Η ομπρέλα

Ο πατέρας δεν κοιτάζει
πια την θάλασσα
μπροστά του
με αυτόματες κινήσεις βουτά
το τάσι του πότε μέσα της
και πότε στην ομίχλη
για να μην ξεδιψάει ποτέ
ο καινούργιος λαιμός

Πήρε μια γόμα
και σβήνει αργά
το πρόσωπό του
Από τα μάτια
ως τα πρησμένα πόδια του
λίθινος και συνεπής,
μουσαφίρης διακριτικός
σε περασμένη ώρα

Εγώ ιδρώνω και κρυώνω εναλλάξ
αφήνοντας πάνω μου τον καιρό
με δίχως την σιγουριά
μια μαύρης ομπρέλας
ξεχαρβαλωμένης
κι εκείνος περήφανος
με κοιτάζει κάτω απ´ τα πόδια του
να γίνομαι το χώμα
πάνω στο οποίο θα ανθίσει