Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Το βαλς του ελέφαντα

Οι αναμνηστικοί μου πόνοι
κρεμάστηκαν
πάνω από το τζάκι
και με κοιτάζουν γυάλινα στα μάτια
Οξεία
προεξέχοντα κόκαλα
τρυπάνε την σιγή του σαλονιού
Κρεμάστηκαν μεταξωτές σιωπές,
κρόσσια παλιού καιρού
απ’ τα ταβάνια

Πότε-πότε
μας ξυπνά από τον λήθαργο
κάποιο αμήχανο τικ
του ρολογιού
ή ένα επίμονο μοτέρ
που παίρνει μπρος για έναν μάταιο γύρο
ακόμα

Ένα τσίρκο κρυμμένο στο πάτωμα μου αποκαλύπτεται φριχτοί κλόουν και κουτσές ακροβάτριες ασώματες κεφαλές ξεκούρδιστοι μουσικοί με μισά κεφάλια δάχτυλα σιδερένια πιάνο πλαστικά βιολιά πεινασμένα λιοντάρια αχόρταγοι ελέφαντες χορεύουν υποτονικά βαλς κι ύστερα σφάζονται στο στομάχι

Να σηκωθώ να πιω μια κόκα-κόλα
ή να καταπιώ το μαξιλάρι μου;



Β

πέθανες
κι εμείς
θα κλάψουμε όσο αντέχουμε
- αν πονούσαμε περισσότερο θα ‘μασταν βουβοί -
θα πιούμε απόψε και θα γελάσουμε
θα δούμε τα ωραία κορίτσια
τα γρήγορα αυτοκίνητα
και όλους τους παλιούς μας δασκάλους
ζώντες νεκροί,
κι εμείς κι αυτοί,
στην φωτογραφία μας συν πλην κάποιοι,
ποιος ξέρει;

Αύριο θα σε θάψουμε
γρήγορα-γρήγορα
σαν να ντρεπόμαστε,
θα αγκαλιαστούμε να νιώσουμε
πως δεν είμαστε εσύ αλλά εμείς,
θα κλάψουμε όσο αντέχουμε
- θα λέμε «σε χάσαμε» ενώ εσύ χάθηκες -
θα πίνουμε πικρούς καφέδες,
κι ύστερα
άλλος δεν θα ‘ρθει,
άλλος θα πάει σπίτι του,
άλλος στην δουλειά του,
και κάποιος θα κρατά
το επόμενο νούμερο.