Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Παρανόηση

Νόμιζαν πως η αγάπη είναι βουνό
Φύσηξε στα μάγουλα αεράκι και κατάλαβαν
Το πρωί την άφηναν καρφιτσωμένη στον ήλιο
Το βράδυ κάτι κοιμόταν ύπνο χειμωνιάτικο
κι ούρλιαζαν έξω μεσανυχτιάτικα κοπάδια
ποιον να φάνε, ποιον ν’ αφήσουνε.

Ύστερα άνοιγαν το παράθυρο
να μπει στο σπίτι ο καιρός.
Το μπλε του νερού άλλαζε
κι οι μέρες κυλούσαν γάργαρα.

Όμως ο ένας ήταν πάντοτε λιτοδίαιτος.
Με έναν έρωτα κορέστηκε η πείνα του για ζωή, μέσα του
τραγουδούσαν οι χειμώνες.
Σώπαινε η άνοιξη.
Ο άλλος ήταν πάντοτε αχόρταγος.
Γέμιζε κι άδειαζε το σισύφειο στομάχι του, και την Φασγά
ανεβοκατέβαινε μυξογελώντας.
Έκλαιγε πιο σπάνια.

Κοιμήθηκαν και στ’ όνειρό τους
κάτω από ένα μεγάλο θολωτό φιλί
ακούμπησαν για λίγο
μέσα τους κάτι παλιό,
βαθύ,
αγαπημένο,
κι ύστερα μαράθηκε κι αυτό
και γέρασαν αμέσως.

Ήταν λένε το φάντασμα φόβων παλιών
που κάθε τόσο τρυφερά τους αγκάλιαζε
Κανείς δυνατός, κανείς ατρόμητος δεν αγαπούσε
ή ίσως μόνον αυτοί,
μα όπως ξεγελάστηκαν και πίστεψαν,
έτσι ξεμωραμένοι συνέχισαν να ζουν.