Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Μίνθη

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν πόμολα στην θέση των χεριών τους
Οι αφαλοί τους είναι κλειδαριές
κι οι ώμοι τους στερεώνονται στον τοίχο

Υπήρξαν βράχοι βραδυκίνητοι
κι άλλοτε κουρτίνες πίσω από καλοκαιρινά παράθυρα ανοιχτά
τέλη απογεύματος

Στα χέρια τους έπλασαν και λιώσαν την Μίνθη
άλλοτε για χώνεψη κι άλλοτε για συντριβή εκδίκησης

Αυτοί οι άνθρωποι ορθογραφημένοι 
σφυριά
δροσιά φθινοπώρων
χτυπούν
στο κεφάλι μας κακά μαντάτα ευτυχισμένα

Άλλα εγώ
που κοιτάζω εκείνο το σκουπίδι στον δρόμο
λέω
πως θα γινόμουν ίσως κι ο ίδιος άνθρωπος
αν έσκυβα να το μαζέψω.
Και δένω κόκκινη κλωστή να το θυμηθώ
Μα όλο ξεχνάω
Κι όλο θυμάμαι πως ξεχνώ
Κι όλο στην απανθρωπιά των άλλων
εναποθέτω την δική μου απανθρωπιά
ενώ γύρω μας μίνθη θυμίζει
δροσιά στο στόμα
και κατάγματα συντριπτικά.