Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Ελάχιστες Ιστορίες - Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων, σελ. 200120

Αυτές τις μέρες τις βαριές, που σέρνονται σαν χειμωνιάτικοι μήνες ολόκληροι, προτιμώ να τις περνώ κλαίγοντας.  Να θυμάμαι τον πόνο του Ανθρώπου και να κλαίω λες γι’ αυτόν, ή έστω για ένα ελάχιστο κομμάτι του αιχμηρό, που τώρα το νιώθω καρφωμένο στο πλευρό μου.  Ξυπνάω με εφιάλτες εγκατάλειψης, έντρομος μπροστά στην δικτατορία του λογικού, παρατημένος στα πόδια των υποθέσεων.  Έχει ήλιο.  Αλλιώς θα πέθαινα από την αβάσταχτη πίκρα στα στημένα κίτρα.  Φυσάει.  Αλλιώς θα πέθαινα από την άπνοια που έπληξε τα πανιά μου και το στήθος μου.

Κοιτάζω τριγύρω με οξυμένες αισθήσεις.  Ακούω περισσότερα.  Βλέπω περισσότερα.  Και πάλι δεν καταλαβαίνω.  Το θρυμματισμένο γόνατο τη ζωής και το ισχνό μου μπαστούνι στις λάσπες αγωνίζονται να τρέξουν τα εκατό μέτρα από το τέλος ως την νέα αρχή.  Το μυδράλιο βάλει με φωτογραφίες, με ήχους.  Μια ταινία παίζει στην οθόνη πίσω από την πλάτη μου κι εγώ νιώθω να τρελαίνομαι μέσα στη μέγκενη μιας θύελλας εικόνων.  

Σου γράφω γράμματα προσωπικά.  Σου λέω καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα και για τον Σαμ που με κοιτάζει κάθε πρωί αντανακλαστικά θλιμμένος και χαϊδεύεται στα πόδια μου όποτε έρχομαι κι όποτε φεύγω.  Στα νύχια του ίσως έχει ακόμα ψήγματα από το νέο σου μπλουτζίν κι ίσως αυτός να σε θυμάται σαν ένα παιχνίδι του δευτερόλεπτου.  Ναι, εφτιάξα το δόντι μου.  Εδώ έχει κρύο.  Χωρίζει ο Βαγγέλης με την Σάρα.  Θέλω να μιλήσω στον πατέρα μου αλλά δεν ξέρω τι να του πω.  Θέλω να μιλήσω στην μάνα μου αλλά πάλι θα με προδώσει.  Ο αδερφός σου πως είναι;  Εκείνο το πρότζεκτ;  Ξέρεις από πόσους δρόμους φτιάχνεται η ζωή; Ξέρεις από πόσα καρφιά σταυρώνεται το κάθε μας όνειρο;  Είδα τις προάλλες το πιο σκληρό σου πρόσωπο.  Μήπως δεν θέλεις πια;  Μήπως δεν αγαπάς;  Έχει κρύο πάνω;  Να μην βγάζεις το μπουφάν στον ήλιο.  Να μην γυρνάς πολύ αργά το βράδυ.  Κοιμάσαι; Πίνεις νερό;

Με μια πεταμένη γόπα λες και κάψαμε όλη την γη.  Σου είπα μια καλησπέρα κι έναν πόνο.  Και ’σύ πήρες το ψαλίδι κι έκοψες ό,τι βρήκες.  Πριν φύγεις ξέχασες να με κουρέψεις. Δεν ξέχασες όμως να με διαλύσεις σαν παζλ χιλίων τεμαχίων που ξεκρέμασες από τον τοίχο.  Με κοιτάζω στο πάτωμα και δεν βγάζω άκρη.  Τίποτα δεν ταιριάζει με τίποτα. Γράφω μόνο μικρούς επικήδειους και τους εκδίδω για μια δραχμή το τεμάχιο.  Το σώμα μου σπαρταράει ξαφνικά από ριπές κρύου.  Παιδικό παιχνίδι.  Ένα μαϊμουδάκι του τσίρκου, μ’ ένα κόκκινο κοντό παντελονάκι, που τρελάθηκε και στριφογυρίζει στο πάτωμα χτυπώντας μικροσκοπικά κύμβαλα που βγάζουν έναν οξύ, φτηνό, τσίγκινο ήχο.

Πιο πολύ κλαίω, που τέλειωσε η αγάπη μέσα σου.



Στον χώρο ανάμεσα

Μεταξύ τους υπάρχει μαχαίρι. 
Εκεί κόβονται όλοι οι πύργοι
ανεξαρτήτως ύψους.
Υπάρχει και μια ακμή 
εκεί κρίνονται όλες πατούσες
στης κόψης τους το βάθος 

Και το πουλί που κρύβει
στο κλουβί του στήθους του
και το κόκκαλο κάτω
απ’ το δέρμα των ποδιών.


Ανταλλάσσουν και κρατούν
καθ’ εκάστην εορτή και αργίαν
παλιές απώλειες 
σε νέες συσκευασίες.

Την ακμή βάζουν ανάμεσα τους 
κι αυτό το κούφιο μαχαίρι της το σκοτεινό. 
Με παλίνδρομες μεταφορές 
μεταξύ στομάχου και στόματος
ασκούν καθήκοντα προπονητού 
και δασκάλου. 

Κάθε μέρα μια παράσταση.
Κάθε νύχτα μια κωμωδία ή μια τραγωδία. 


Άλογα

Στην πίσω αυλή μου φύτρωσαν άλογα
τα βράδια ακούω τα χλιμιντρίσματά τους
μα δεν τα βλέπω ποτέ.

Κλείνω τα μάτια μου κι αυτά καλπάζουν
στο κλειστό μου στήθος ανεμίζοντας τις χαίτες τους
παντιέρες κόκκινες, λευκές, μαύρες.

Στην πίσω αυλή μου τα ταΐζω τα άλογα
μ' όλα τα δηλητήρια στα μήλα μου κι όλη
την πίκρα μου στην ζάχαρη.

Ανοίγω την αγκαλιά μου στον φρενήρη καλπασμό τους
κλαράκι ξερό να με τσακίσουν, μα δεν με βλέπουν,
ούτε πεθαίνουν, να σωπάσει αυτός ο θάνατος.