Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Τα καλάμια

Όπως το δέντρο που απάνω του έμεινε
ο περσινός καρπός
και στα κλαδιά του μαύρισε και μαράθηκε
κι ούτε πουλί τον καταδέχτηκε
ούτε χέρι,
έτσι
βλέπω ανθρώπους-ακροβάτες απάνω σε ψηλά κοντάρια
να λικνίζονται στον άνεμο
τα χέρια τους λάμνοντας στον υγρόν αέρα προς κατευθύνσεις κουβάρια,
πότε να σωθούν και κυρίως πότε να πέσουν
σαπίζοντας



Το ποιήμα

Μαράθηκε το ποίημα αδιάβαστο.
Ένα ζευγάρι αδιάκριτα μάτια δεν βρέθηκε
να του ποτίσει την ξερή του κρήνη,
ούτ' ένα να βρέξει νερά να καρπίσει
την άγονη γη του.
Τίποτα δεν βρέθηκε. 
Ούτε ένα χέρι σπλαχνικό να το αρθρώσει.
Μαράθηκε το ποίημα άγραφτο.