Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Το όνειρο

Ονειρεύτηκε ένα σώμα
μεταξύ της πλάτης του και του κόσμου,
ισχυρό σαν πανοπλία,
ζεστό σαν χάδι.
Πως να αγαπήσει κανείς, με τέτοια όνειρα;

Ονειρεύτηκε ένα σώμα
μεταξύ του στήθους του και του χρόνου,
ισχυρό σαν τείχος,
σταθερό σαν δέντρο.
Πως να αγαπηθεί κανείς, με τέτοια όνειρα;


Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Ελέφαντες

Ελέφαντες αμνήμονες
Άνθρωποι τρύπιοι
Μέρες πυρπολημένες
Πέσαν πάνω μας βροχές αλάτων
Τέσσερα χρόνια, οκτώ, δεκατρία
Ένα ασημένιο ποδήλατο
Θροΐζει ανάμεσα σε σελίδες ημερολογίου


Βήματα ακίνητα
Μαλλιά ερωτευμένα
Ώρα κουφή, αγράμματη
Σκάβουν λαγούμια οι γιαγιάδες ελιές
Χίλιοι αιώνες, επτά, δυο στιγμές
Μια δεμένη κλωστή
Χρυσίζει επάνω στον ψεύτη μου ώμο


Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Το κρεμμύδι

Εκείνος εκεί
ένα κρεμμύδι
ευδοκιμεί
σε εύφορη γη
ποτίζεται, αναπτύσσεται,
κρύβεται, χοντραίνει,
επιβιώνει,
ένα στρογγυλό κεκαλυμμένο,
Αυτό το μυστικό
ένας άνθρωπος
φυλλορροεί
σε εύκρατο κλίμα
ακρωτηριάζεται, ανοίγεται,
αποκαλύπτεται, λεπταίνει,
πεθαίνει,
με κλάματα στα μάτια.


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Τελεία

Περάσαμε εύκολα στην εποχή μετά την τελεία.
Ήπιες θλίψεις μας σαρώσαν ελαφρώς τον ουρανίσκο.
Ήτανε δέκατα και μιας ώρας βροχή στα πλυμένα.


Ήλιοι πολλοί δίπλα στα σταροχώραφα κι όλοι σκουριασμένοι
Κοιτάζουν τα παλιά εργοστάσια με τα περήφανα φουγάρα
Πελώριες κάλτσες ριγέ κόκκινες άσπρες, θλιμμένοι κλόουν
Ντυμένα τα πόδια μας και περπατάμε με τα χέρια


Κρυπτογραφώ κλειδωμένες κλειδαριές με ξεκλείδωτα
χέρια, αγκαλιάζω μαύρες πόρτες με σπασμένους
Ώμους, δεν έχω τίποτα να δώσω στο παιδί γι’ αυτό


Με τα κλειστά μου βλέφαρα στηρίζω όποιον κόσμο
μου απέμενε και ελπίζω για λίγον ακόμα ύπνο
Ενώ κρατιέμαι να μην κοιμηθώ.


Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Ο ήλιος

Χίλιοι ήλιοι κοιτούν προς άγνωστη κατεύθυνση
Το ρολόι τ’ ουρανού τρελάθηκε

Κρατώ στο λαιμό μου δίζυγους τενεκέδες γεμάτους
μα δεν ποτίζω κανέναν

Ένας σταυρός που περπατάει κι αιμορραγεί
ψάχνει κι αυτός τον ήλιο,
μήπως διψάσει κανείς,

χαμένος σε χωράφια ένυδρα και σε δρόμους 
με ανθισμένους δαίδαλους
άλλοτε σκιάχτρο

κι άλλοτε περιπλανώμενος θίασος, 
μπουλούκι φτωχικό που εκτίθεται
για δυο δραχμές το κεφάλι
μέσα σε τρύπιο καπέλο

Χίλιοι ήλιοι ζητούν λίγο ψωμί φωτός
ενώ η άδεια Σελήνη επιμένει. 

Γι’ αυτή την έκλειψη πόσες καρδιές θα ξεριζωθούν,
και γι’ αυτόν τον εξευμενισμό πόσα αίματα έρρευσαν;


Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Στο νερό

Θα πίνεις βρώμικο νερό
και εγώ που δεν θα σ’ αγαπώ,
θα σ’ αγαπώ.
Τα σώματά μας θα διακόπτουν
τα φλεγόμενα τοπία
κι αλλού με φίδια ή άλογα
με των μορφών μας τα στενά τα περιγράμματα,
ανάμεσα σε κόκκινα και αστέρια,
δράκους, κοιλιές, μαχαίρια θ’ ανταμώνουνε.

Στο νοηματικό ολόγραμμά σου
πιστώνεις τα φτερά και τα αίματά σου
και στους δρόμους εκείνους που ‘ναι καλύτερα
να είσαι σκυλί παρά άνθρωπος,
της αμηχανίας σου τα γρανάζια
λαδώνεις με το λίπος της κοιλιάς σου.
Αμμωνία κι υγρασία που έρχεται
κυματιστά από τον παρακείμενο
Θερμαϊκό στην Εδέσσης, 
σε καινούργιο παγκάκι αφήνεις μια παλιά κούπα.
Χυμός σαγκουίνι
δυο γόνατα που βαρέθηκαν
μάτια που δεν βλέπουν
δρόμοι κενοί
στην εποχή της πανούκλας.

Στύβω το κέντρο μου,
εξαγοράζω τον θάνατό μου
παλλίνδρομα και μάταια.
Μπορώ να πω επιτέλους
σκόρπισμα,
και σκοπός,
και άνοιξη,
χωρίς να θεωρηθώ ρομαντικός.
Και να σου δώσω να κρατήσεις
το χέρι μου σε σκίτσο μονοκονδυλιά
κι ας είναι κάρβουνο
κι ας είναι γελοία γραμμή
και να σου πω
«πάρε το χέρι μου,
δεν είναι παρά μια λέξη
αμφιβόλου ορθογραφίας,
πλήρης νοήματος»

Κι εσύ που δεν θα μ’ αγαπάς
θα μ’ αγαπάς.
Τα σχήματά μας θα πλαισιώνονται
από ασχημάτιστα τοπία
και τη μπάντα του τσίρκου
σε ηρωικά εμβατήρια
και ξεκούρδιστα βαλς.


Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

Αυτά που δεν είπε ο Ποιητής

Ας πούμε ότι ο ποιητής παράκουσε τ’ όνομά της
και την κατάλαβε Πηνελόπη αντί για Ελένη.

Ας πούμε πως δεν υπήρξε κορμός στην ιστορία, 
Οδυσσέας μέγιστος,
παρά ένας ελάχιστος Μενέλαος απατημένος,
καθημερινός,
και λίγες σελίδες κακογραμμένες 
σ’ ένα ασήμαντο κεφάλαιο.
Κι εκείνοι που λεία λογίζονταν του τόξου του,
ας πούμε πως έφαγε αυτός τα βέλη που τους αναλογούσαν, 
όλα στο στήθος.

Και όλα τα βράδια που τάχα 
κρύβονταν 
στην αρχαία ελιά της κλίνης της,
το υφαντό της ήταν 
κι όχι ο Αιώνιος εραστής της.

Λέει η ιστορία πως θα ήταν η Αθηνά στο πλάι του 
μαζί με κάθε τι δίκαιο και σοφό.
Μα ούτε Αθηνά, 
ούτε σοφία, 
παρά μονάχα των χεριών του η αδυναμία.

Μην τον πεις λοιπόν, άλογο πολυμήχανο,
πορθητή και καστροκαταλύτη.
Πες τον καλύτερα σημαία σκισμένη,
πόλη χαμένη,
άλογο, 
αμήχανο,
πες τον του Απόλλωνα φροντίδα καμμένη,
Βρισηίδα, παλλακίδα κάποιου Αγαμέμνωνα,
πες τον και ρίζα ξηλωμένη.

Κι εγώ που κοιτιόμουν στον καθρέφτη
κι έβλεπα Αίαντα τρανό
με των κυνικών την ακατανίκητη ανάγκη για φαντασιώσεις
...
θα με πω κουτό.


Τοτέμ Ι

Πότε θα γίνεις πάλι τοτέμ να σε ξαναγαπήσω;
Η μυθωδία σκεπάζει την πόλη μου σαν αντήχηση διαφυγής.
Μέδουσες και τέρατα ονειρικά παραφυλάμε
στα ανακατωμένα σου μαλλιά τα παλιά και τα καινούργια

Πότε θα γίνεις πάλι παιδί να σε θυσιάζω σε Αυλίδες και βράχους
βουνών αθωότητας για λίγον ούριον άνεμο, και μια σταλιά
υπακοής στο αόρατο παράλογο να σε πουλήσω ξανά.
Ένα βραχνό τραγούδι γυρίζει στο αναγεννημένο πικ-απ.

Είναι κύκλος η ζωή; Ή μια μεθυσμένη γραμμή αστεία;


Επί ξύλου

Μια μάνα κρέμασε
στον πλαϊνό τοίχο
της κουζίνας
το παιδί
της
με ανοιχτά
τα χέρια του
την περιμένει
μέρα νύχτα.

Μιλάει στον Θεό
με γερμανικές προσευχές,
βαθιά φωνή,
κι ένα τσέμπαλο
που ‘χει απάνω στα πλήκτρα του
ακόμα
την θέρμη των δαχτύλων
του Μπαχ.

Στρέμματα ολόκληρα
μέσα του
κάηκαν
μέσα του
κάηκαν

κι αυτό
υπερασπίζεται ακόμα
το ζωτικό του ψέμα
κυλώντας
πάντοτε
οξυγώνιο.


Η όπισθεν

Η μόνη επιθυμία της ζωής μου τα τελευταία χρόνια
είναι να μπω στο αυτοκίνητο
να βάλω όπισθεν
και να πατήσω τέρμα το γκάζι 
αφού πρώτα σπάσω τους καθρέφτες του.


Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Ο μνηστήρας

Τον μνηστήρα της Πηνελόπης τον λένε Μάνο
Δείχνει την πέτρινη καρδιά του στο χλωμό παράθυρο
κι η μοναξιά της χειροκροτάει
Όμως, δεν είναι φως ό,τι φωτίζει
Ούτε και τοίχος ό,τι φαίνεται να χτίζεται

Κρεβάτι ελιάς
στρώμα από άλογο
κι όσο ξαπλώνεται ο μνηστήρας
σώμα ξηλώνεται
όλο το βράδυ

Της Πηνελόπης ο μνηστήρας, μυστήρια πράγματα
Δένει το άτυχο σπαθί του και πάει στον γάμο του
Μάνος και Θάνος και Ευρύμαχος
κι Αντίνοος,
παιδιά του βέλους
σώματα της αστραπής,
είναι οι νύχτες σας κι οι μέρες μετρημένες
Δεν αστειεύεται του νόμου η κλωστή
Δεν λογαριάζει νιάτα τούτο το τέντωμα

Της Πηνελόπης το φιλί δεν είναι καθόλου ελαφρύ
Σκάει στα χείλη σας σαν κόκκινο κι εκρήγνυται

Δεν είναι Ελένη η Πηνελόπη. 
Δεν είν’ καθόλου παίξε-γέλασε. 


Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Τα σα

Παλιοί νεκρομάντεις ανακατεύουν
την σούπα στην κοιλιά μου
Σηκώνουν τα σπλάχνα μου στον αέρα
«Αααααα» λένε με έκπληξη
«Αααααα»
Χρησμό να δώσουν
Τροφή στα πουλιά


Κι οι γιατροί στο σώμα μου τρυπάνε
πηγάδια να πίνουν νερό τα πουλιά
Σηκώνω τα χέρια μου στον αέρα
«Νααααα» λέω με απόφαση
«Νααααα»
Δεσμό να λύσουν
Τροφή στα σκυλιά


Είπα το στέρνο μου χέρσο χωράφι
να με οργώνουν όταν πρέπει
Άδικα άροτρα αξίνες και ξυράφια
«Αααααχ» πονάω με πρόφαση
«Αααααχ»
Λυγμό να αφήσουν
Τροφή στα φιλιά


Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Ο πατέρας

Ο πατέρας είναι ένα κομμένο ακορντεόν.
Θραύσμα ενός παλιότερου κόσμου που εξερράγη
ταξιδεύει μέσα του,
και κάθε μέρα το πεθαίνει η ζωή.

Που ‘ναι το σταθερό σου χέρι κι η παλιά φωνή;

Σκοντάφτει το βήμα του,
ξεφυσάει και τσιρίζει,
ζητάει συγγνώμη
χίλιες φορές,
χίλιες κρώζει.
Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγγνώμη…

Σ´ ονειρεύτηκα παλίμψηστο,
καρτ-ποστάλ του Παρθενώνα,
μα πάτησα πάνω σου όπως σε πόδι κουτσό
και έγινε όλη η ζωή μια εικόνα ταλάντωσης,
κι η ευθεία μου σκάλες ν’ ανεβοκατεβαίνω.

Για τον νυχτερινό θηρευτή κόσμο
φυλάω σκοπιά
κι όταν χαράξει μπορώ να κοιμηθώ.
Κάθε μέρα
μετωπικές πραγματικότητες ξεφλουδίζονται
αντεστραμμένες στο πίσω μέρος των βολβών.
Σε βρίσκω στα ασπρισμένα μου γένια.
Αντιγράφω τα μαλλιά σου,
τις σελίδες, το δέρμα σου.
Σου κλέβω ακόμα και τα χάπια.
Κι όταν σε βλέπω να καπνίζεις
μοιάζεις με παιδάκι
σε παιδική χαρά,
και με εκείνον τον παλιό,
τον συνομήλικό μου εαυτό σου,
τον δυνατό,
τον απροσπέλαστο.
Όμως εγώ δεν είμαι.