Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Τα ποδαράκια

Τα γυμνά καλοκαιρινά σου ποδαράκια
κρατούν όρθια ακόμα
μια θάλασσα που σαπίζει σιγά-σιγά

Σ’ αγαπώ πικρά
με την μανία που παρακμάζει κάθε ακμή
Σ’ αγαπώ
όπως έλκονται οι δυο τους, ερωτευμένες
που ποτέ δεν αφήνουν τα χέρια

Τα ζωντανά σου μάτια
χρωματισμένα απ’ τον κρόκο του αυγού
γαντζώνονται όπου βρουν:
στον αέρα ενός παλιού ανεμιστήρα που τρέμει
στον κρότο μιας καταστροφής
στην διείσδυση ενός θανάτου στο κάθε καινούργιο σώμα
σε όλα τα σκουριασμένα παράπονα

Δυο παραμύθια στα κουτιά τους
μες το στήθος μας.
Περπατάμε μαζί.
Με τα εκκρεμή, γυμνά σου ποδαράκια,
τα δάχτυλα και τα κόκκινα νύχια,
περπατάς σε μια μέρα που προοδεύει σε νύχτα.
Σιγά-σιγά φωσφορίζεις.

Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια
δαχτυλίδια μακάβρια
και κορδέλες
στους πλαϊνούς καθρέφτες του καλοκαιριού
που τρέχει προς τους γκρεμούς του Σεπτέμβρη.

Να ήταν η επιθυμία ράβδος χρυσού
να την κρύβαμε στο υπόγειο
Να ήταν ο καιρός πολυτελής προσδοκία
να την κρύβαμε στον χειμώνα

Τα ποδαράκια σου, μια ολόκληρη εποχή,
καθώς ταλαντώνονται από τα γόνατα και κάτω
μαυριτάνικα σπαθιά καρατομούν την Ιστορία.
Ένα αδιάφορο πριν
Ένα αδιάφορο μετά
κι είσαι, Χριστέ μου, τομή
που λάμπει στο σκοτάδι για λίγο.

Αλλάζει ο καιρός
γινόμαστε ένα με το νοίκι.
Ροές ανώφελες.
Σαν το κουκί και το ρεβύθι
κατρακυλάμε σε μουτζουρωμένες σελίδες
πριν ανακυκλωθούμε.