Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Τα ρέστα

Ταξιδεύουμε σ’ αυτό το αεροπλάνο
όλοι μας προς άλλες κατευθύνσεις
δύστυχα ανοργάνωτων στροφών
χωρίς ειρμό στα σκόρπια μας πόδια
Στην γη των χρυσών ελαφιών
στην έρημη πόλη των μονάχων
Σέρβικα κρέατα μασουλάμε
σαν παλιές μελωδίες φαιδρές
Σιγά σιγά τα ονόματά μας απομακρύνονται
στην σειρά που σου λέει ποιον σκέφτεσαι περισσότερο,
σιγά σιγά οι διφωνίες των βημάτων μας
σβήνουν στον κατακλυσμό
που μας παγίδεψε
στην είσοδο εκείνου του ξενοδοχείου,
τότε που φοβηθήκαμε να πνιγούμε
για χάρη της πλατείας με τα αστεία ρολόγια
και τα βιβλιοπωλεία με τα αστεία ονόματα
Θα δώσω το τεύχος αυτό της ζωής μου
για ένα κομμάτι ψωμί
σ’ εκείνο το μαγαζί με τα μεταχειρισμένα
Να το πουλάνε με το κιλό
στους τουρίστες που θέλουν
να σκοτώνουν την πλήξη τους
ή ίσως σε κάποια άρρωστη Γερμανίδα
με άσπρο δέρμα και άγνωστα μαλλιά
να στηρίζει την ξέζυγη πόρτα του μπάνιου της
Συνεπιβάτες μου μην κλαίτε
Μαζί θα ‘μαστε πάντα στο χωριστό μας ταξίδι
Τριακόσιοι άγνωστοι γενναίοι και δειλοί μαζί
Τώρα που μπλέξανε οι καρδιές μας
δεν χωρίζονται κι είναι πια τριακόσια κομμάτια
Φέρτε μου πικρό καφέ
κι ένα κουλούρι όλο βούτυρο κι αλάτι
Φίλοι μου εσείς σας χαιρετώ ιταλικά
και σας φιλάω γιάπωνέζικα
Κρύβω στα λόγια αυτά τα μάτια μου
Χίλιες εικόνες και βρωμιές ένα σωρό
από του μετρό τα πλαστικά παράθυρα
χίλιες εικόνες κι αγκαλιες ένα σωρό
από τις πόλεις του μεσαίωνα τα κάστρα
και τα παλάτια που αντέχουν ακόμα
Σας κοιτάζω εδώ κι εκεί
στο ποτάμι δίπλα
στα πρώτα μας χρόνια τα παιδικά
τότε που όλα τα απίθανα ήταν βεβαιότητες
και τώρα με βία
απλώνω πάνω μου πέπλα μολύβου
να μη με βρίσκει η μνήμη αλλά φεύ
Κάναμε βόλτα ανάμεσα σε τάφους παλιούς
ανάμεσα σε μικροπωλητές και μυρωδιές
τρένα μας πήραν και μας έφεραν
και κάθε φορά προτιμούσαμε να ερχόμαστε
παρά να φεύγουμε και τώρα
φτάσαμε σαν ώρα οριστικής αναχώρησης
άλλος για εδώ
άλλος για εκεί
μα φίλοι, σύντροφοι αγαπημένη
στιγμή κι αυτή ε;
Όπως τότε
που μια θλιμμένη μελαχροινή κοπέλα
με μια κόκκινη μπλούζα πλεκτή
και τα μαλλιά της πλούσια χυμένα στο πλάι
κοιτούσε την κλαμμένη αντανάκλασή της
και χαιρετούσε τον καλό της
μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη
κι ένα φιλί στα χείλη

Ξενυχτάω απόψε πάνω από θυμιάματα
Και ζωγραφίζω των σπλάχνων μου τη μανία
για σας
Τρομερή μου μνήμη
άγριο χόρτο με ρίζα βαθιά
αξερίζωτο ζιζάνιο
βασίλισσα της ματαιότητας
βασίλισσα της ματαιοδοξίας
θυμάμαι με λύσσα
θυμάμαι με λύσσα
κι ακόμα ταξιδεύω μαζί σας
Δεν υπάρχουν Ιθάκες.