Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Το σελοφάν

Τυλιχτήκαμε στο σελοφάν κι αγαπιόμαστε
Κι όταν λερώνει απ' τα χέρια μας
Όταν θαμπώνει από την αναπνοή μας
Το αλλάζουμε

Εκπέμπουμε συχνότητες και κύματα
Τα ρούχα μας σακούλες μαύρες πλαστικές
Τα μάτια μας μικροσκόπια, τα μαλλιά κεραίες
Εκπέμπουμε βραχύβια και δεικτικά
Τα πόδια μας νάιλον και καουτσούκ

Σκέπασέ με με το μουσαμά
Τυλίξου κι εσύ στο σύρμα
Απόψε θα αγαπηθούμε απ’ τον καθρέφτη
Εσύ πίσω απ’ τον τοίχο σου
Εγώ πίσω απ’ τον στίχο μου
Σαν δυο πουλάκια τιτιβίζουμε
Και γίνονται κοτλέ οι προσευχές μας
Καθώς περνούν από τα κάγκελα,
τον καταλύτη και τις φωνές του κόσμου.


Μια θάλασσα

Μια θάλασσα
είναι θαμμένη σε ψηλό βουνό
και γυαλίζει αδιάκοπα σαν λύπη
Ένα κύμα χαράζει
το βρεγμένο σώμα και
το λεπτό πουκάμισο

Μια θάλασσα
είναι κρυμμένη σε πικρό ουρανό
πουλάκι αφημένο στον αέρα
πλανάρει και πέφτει σιωπηλό
και δεν ακούγεται φωνή
ούτε τραγούδι, μόνο ψίθυρος

Μια θάλασσα
είναι κλεισμένη σε μια λίμνη
και λικνίζει αδιάκοπα μια βάρκα
μωρό καλότυχο
το ξύλινο σώμα της
και το λεπτό χαμόγελο της


Τοτέμ ΙΙ

Αγάπησε ένα τοτέμ
κι ύστερα χώρισε.
μ΄όλα τα πολύχρωμά του
πρόσωπα
και τα τρομακτικά
λυπήθηκε
αντανακλαστικές απάτες
τεύχη επαναληπτικές
ιστορίες με τις σμικρύνσεις
και τις μεγεθύνσεις τους
ιστορία και όροφος
όροφος και ιστορία
στον κούφιο Πύργο
πονηρή,
παλιά κλειδαρότρυπα
ανοίχτηκε
και είδε μέσα τον καθρέφτη:

Καθρεφτάκι μου…ακόμα εγώ;


Βουλιμία

Τα στόμα του δέντρου αυτού δεν χόρτασε χώμα.
Mασάει τις πέτρες και τρέχει ακόμα μέσα του
κι όλα, όλο γκρεμίζονται,
καθώς σπάζονται οι εκδικητικές πέτρες.

Εγώ το ξέχασα
στα φαιδρά «σ´ αγαπώ» των πουλιών.
Στον αφρό των λουσμένων κυμάτων.
Κι από τότε ποτέ δεν το ξανάβρα στον δρόμο μου
κι ας σκόνταφτα κάθε μέρα στις επίμονες ρίζες του.


Σταυροί

Πάνω στο σώμα του Θεού
σταυρώνεται ο γιος του
πάνω στο σώμα του πατέρα μου
εγώ
και το παιδί μου
θα σταυρώσω
στο δικό μου σώμα πάνω.

Ανοίγω τα χέρια μου
να τ΄ αγκαλιάσω.
Επαναλαμβάνομαι
για να θυμάμαι.
Το κάνω ποτήρι
το γεμίζω θλίψη.

Στο άψυχο σώμα της μνήμης
ξαπλώνω κι αφήνομαι
κι αυτή με κόβει και με τεντώνει
Την αγωνία αυτή ανακατεύω
στην κατσαρόλα με τα λαχανικά.

Παιδί μου,
ερώτηση πιεσμένου ελατηρίου,
μπαμπά,
μεθύστερη απάντηση.


Μια μελαγχολική πίστη

Tous les hommes n’habitent pas le monde de la même façon.
Jean-Paul Dubois



Παλιά, την εποχή που ο πατέρας ήταν ψηλός,
κι ας ήταν ήδη εντός μου,
τον βοώντα, κεκραγότα Αχιλλέα δεν σκεφτόμουν,
ούτε στις επάλξεις, ούτε στα μετόπισθεν
κι ας σκόνιζε τον ορίζοντα το ολέθριο άρμα.

Παλιά, την εποχή που η μαμά άνθιζε,
κι ας ήταν ήδη εντός μου,
της πικρής οχιάς της έρπουσας και της κλαίουσας ιτιάς,
ούτε στων ιστίων τις ταλαντώσεις, ούτε στην όχθη του ποταμού,
τους συριγμούς δεν άκουσα,
κι ας μαστίγωναν τον ούριο
άνεμο.

Όταν θα 'ρθει ο νέος άνθρωπος
χωρίς ακόντια και χωρίς κλάματα,
θα ξαναγεννήσω και θα ξαναγεννηθώ,
σαν σήμερα, στην ίδια μέρα,
το ίδιο σώμα, στα παλιά μου μάτια από πίσω,
για να ψάξω τα ίδια παλιά με νέες αισθήσεις,
τις αιχμές των αιχμηρών
τα δάκρυα των νερών
όλα ξανά, όλα με την ίδια ένταση,
αλλά με έναν νέο πόνο.


Κάτι κυκλικό

Ψιθυρίζω κάτι κυκλικό
για να φοβηθεί
ο κυνηγός.
Συρίζω,
για του πλάσματος
και της γης τον έρωτα,
ψαλμό και αμήν.
Της στρογγυλής ζωής
τις οξείες γωνίες
να λειάνω
κι απ΄ τις πτυχές
της φούστας του δερβίση,
το ανυψωμένο ίσιο
και το λευκό
να μουρμουρίσω
δονώντας την φυλακή
του στόματός μου
και του στήθους μου.

Ψιθυρίζω μια παλιά
προσευχή σαν ρουλεμάν
μέσα στο γράσο
μασάω κι αλίμονο
στης γεύσης μου τις σφαίρες
και στου φάρυγγα τις χορδές
το παραμύθι αυτό
μες τον καπνό
κάποιου ινδιάνου
χάνεται
κι ένα ταμ-ταμ
στην Αφρική σκόνη
τινάζει και σηκώνεται.
Πόσο κοστίζει
μια στιγμή αθόρυβη
κυκλωτικά αναρωτιέμαι
για τα λιανοχορταρούδια
χεράκια χαιρετούν χορεύοντας
δω, δω, δω, δω, δω…