Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Ελάχιστες Ιστορίες - Το Yaris

Συστάδες κυπαρισσiών στον δρόμο που είπες να κρατήσεις τη σιγή του ψαριού.
Κατεβαίνω πατώντας χώματα και πέτρες.  Η μέρα κίτρινη.  Στην απόχρωση του κρόκου. 
Είναι η ώρα που πέφτει ο ήλιος και ζεσταίνεται η θάλασσα. 
Θυμάμαι έναν κόλπο ανοιχτό, νερά κρύσταλλα και βότσαλα.  
Μια αμήχανη σερβιτόρα να εξυπηρετεί ένα ζευγάρι παραθεριστών που 'χουν τα κεφάλια τους στραμμένα ο καθένας αλλού.  
Ένα μοναχικό ζευγάρι κάτω από φθαρμένες ομπρέλες μπαμπού.  Στην άλλη άκρη του καλοκαιριού.
Πως τους λυπάμαι, εκεί στο τέλος της μέρας, στο τέλος της εποχής...  
Με ένα φθαρμένο πλαστικό τραπεζάκι ανάμεσά τους.  Νικημένοι όλοι τους από την ημέρα, από τον ήλιο, από τις αποστάσεις.

Λευκά μάρμαρα και υποψίες ελπίδας αθάνατης στον δρόμο που επέμεινες στην σιωπή. 
Οδηγώ απολαμβάνοντας τις στροφές και την ανοιχτή θάλασσα στα δεξιά μου.  
Έφυγε ο ήλιος και οδεύουμε προς τη νύχτα.  Τα τελευταία πουλιά ψάχνουν πως να γυρίσουν σπίτι.
Στο μπροστινό Yaris δυο κουμπωμένοι άνθρωποι ξεκουμπώνονται βιαίως.  Το μανίκι του ενός κρατάει το τιμόνι.  Το μανίκι του άλλου πηδάει από το παράθυρο κι εξαφανίζεται στη νύχτα. 
Ο οδηγός με τα μισά του χέρια χάνει τον έλεγχο και το αυτοκίνητο κάνει τρελούς ελιγμούς και ορμάει προς τον ουρανό με τους υαλοκαθαριστήρες να γυρίζουν μανιασμένα και όλες τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν σαν φτερά μηχανικού πουλιού. 
Σκέφτομαι να καλέσω την οδική, μα τι να τους πω;  Ανάβω την μεγάλη σκάλα να φωτίσω τον δρόμο του, και συνεχίζω. 

Ένας ψηλός μαντρότοιχος, περί τα δυόμισι μέτρα, περιστοιχίζει έναν άτακτο λαβύρυνθο με δύο στόματα ανοιχτά μα αμίλητα. 
Περπατάω στους πέτρινους δαιδάλους του και διαβάζω ημερομηνίες και παρατηρώ τα μάρμαρα και τα σίδερα.  
Είναι πια νύχτα.  Δεν ξέρω τι κάνω εδώ τη νύχτα.  Δεν είναι μέρος για να βρίσκεται κανείς τέτοια ώρα, εκτός και αν.  Είχα ξαναρθεί ένα μεσημέρι βροχερό.  Μα τότε καταφέραμε να βρούμε την έξοδο.  Μιαν έξοδο, τέλος πάντων.
Εσύ με ένα κομμάτι ύφασμα μαύρο τυλιγμένο γύρω απ' τα μαύρα σου πόδια.  Κι εγώ μ' ένα αυστηρό, τετράγωνο σακάκι στους ώμους μου.  Στο βιβλιοπωλείο παρακείμενα, έβγαζα φωτογραφίες την πλάτη σου, στριμωγμένη ανάμεσα στα τεύχη και τις σκόνες.  
Δυο παιδιά στην άλλη πλευρά της τζαμαρίας φωνάζαν, γελούσαν, παίζαν με μια μπάλα κόκκινη ανάμεσά τους, νικώντας την ημέρα, τη βροχή, και τις αποστάσεις.  

Σε αυτή την πόλη, όλοι περπατάνε μόνοι τους.  Κανείς δεν τολμά να διαταράξει τη σιωπή σου.  
Στέκομαι σ' ένα μπαλκόνι - αγκώνες στο περβάζι, πρόσωπο στις παλάμες - και κοιτάζω τον κόσμο στη μεγάλη πλατεία.  Φορτισμένοι όλοι με ομώνυμα φορτία.  Κινούνται άτακτα κι όταν κάπως πλησιάσει κάποιος κάποιον άλλο, τινάζονται μακρυά σε απρόβλεπτες τροχιές.
Κωμικές, χορευτικές κινήσεις και σώματα που πετάγονται εδώ κι εκεί.  Κάποιοι πέφτουν πάνω σε υπαίθριες καντίνες με μοσχοβολιστά λουκάνικα, άλλος σπρώχνεται βίαια στην βιτρίνα μιας γκαλερί με έργα του Miro, ένας τρίτος σκοντάφτει σε μια ιταλική τρατορία και ρίχνει ένα Aperol Spritz κι ένα Hugo μαζί με το τραπέζι που τα στήριζε. 
Μια Βαβέλ που όμως δεν παράγει κανέναν ήχο.  
Στις πέντε ακριβώς χτυπάει το ρολόι της πλατείας.  Δεν το ακούμε.  Βλέπουμε τα ανθρωπάκια του να χορεύουν κι αυτά, όμως συντεταγμένα.  
Σκέφτομαι να κατέβω από το μπαλκόνι.  Να μπω κι εγώ στην πλατεία.  Να χορέψω. Κάνει κρύο. Κι αρχίζει να βρέχει.    

Μέχρι να κατέβω η πλατεία έχει αδειάσει.  Δυο γονείς μόνο μοιράζουν στην μέση το παιδί τους κι αυτό τους αφήνει αδιαμαρτύρητα.  
Είναι απόγευμα Κυριακής και όλα επιτρέπονται.  Δεν υπάρχει κανείς πια γύρω μου.  Λες και τους κατάπιαν όλους τα επιβλητικά κτήρια για να τους ξεράσουν το πρωί της Δευτέρας σε κάποια σήραγγα του μετρό.  
Ξεκινώ να τρέχω χωρίς να ξέρω για που.  Περνάω ένα Starbucks που βρέθηκε πάνω στο ποτάμι, ένα μουσείο ντυμένο με γυαλί υγρό, κυρτωμένο όπως στο Matrix, διασχίζω ένα μεγάλο πάρκο, με λίμνες, πάπιες, κι ένα μαύρο κοράκι πάνω σε ένα παγκάκι πράσινο με κοιτάζει που το κοιτάζω, τρέχω με δύναμη, πηδάω ράγες του τραμ, δρασκελίζω μεγάλες λεωφόρους, αεροδρόμια, σύνορα, θάλασσες.
Μια άηχη ήπειρος συντονίζεται μαζί μου κι ύστερα φορτίζεται ομώνυμα και με εκτινάσσει στο φεγγάρι.  

Εκεί με κοιτάς, καθισμένο σε έναν πρόβολο, μ' ένα άφυλλο δέντρο στην πλάτη μου, με κοιτάς που σε βλέπω, και μ' αφήνεις.  Το μόνο που βρήκες να πεις: "να προσέχεις το τελικό νι".