Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Τω Καίσαρι

Γεροντική άνοια σου λέει.
Όχι φίλε μου.  Δεν θα πέσω τόσο χαμηλά. 
Όχι.  Δεν θα καταδεχτώ τέτοια αρρώστια.  
Γεροντική ανία είναι.  Ανία να την λες.  
Μην τη φοβάσαι τη λέξη.  
Για την κούραση αυτή που σου φορτώνει η ζωή, 
μην καταδεχτείς αήθεις εξωραϊσμούς.
Όταν φτάσει εκείνη η ώρα, 
μη μου στερήσεις το ύστατο δικαίωμά μου.  
Ανία να την πεις.  
Μήπως δικαιωθώ εν ζωή. 
Κι ας μη με χειροκροτήσεις.
Χειροκροτημένοι και μη, όμοια απουσιάζουν.   


Φιλασοφίες

των ανθρώπων οι βροχές και η υγρασία της λύπης τους,
κι αλίμονο αν μαθαίναμε από την παλιά σοφία.

των ανθρώπων οι ήλιοι και η ζεστασιά της χαράς τους,
κι αλίμονο αν ευτυχούσαμε εξ αντανακλάσεως.

των ανθρώπων οι ήσυχες, αδιάφορες, μακρές ημέρες,
αν κατάφερνε κανείς να ενταθεί περισσότερο από ελάχιστα
αλίμονο!

πως θα λογίζονταν το ανθρώπινο και το θείο;


Δέντρα πάλι - πλάνο 3ο

Θα ζωγραφίσω μάταια, δέντρα
- μη μου χαλάτε τον ειρμό -
θα τα κλαδεύω πριν καρπίσουν. 

Θα ´ναι τα άνθη όλο υποσχέσεις 
- το μεταξένιο και το άμοιρο - 
θα τα μυρίζω όπως τα λιώνω. 

Λέω ν´ ανοίξω ένα αυλάκι 
και στη φλέβα τους
να δοκιμάσω να μπολιάσω το κορμί μου. 

Λέω να μάθω να μιλώ,
όπως τα χέρια τους,
μ´ ένα απαλό μουρμουρητό και να σιωπώ. 

Θα ζωγραφίζω μάταια δέντρα 
- τι άλλο απέμεινε να κάνω; -
προσομοιώσεις ζωής δεν αντέχω άλλες. 

Θα ´ναι τα φύλλα αέρινα κι ευλύγιστα
- τα χάδια τα ανεξίτηλα και τα ψεύτικα -
αόρατες οι ρίζες, επίμονες και σκληρές.

Λέω ν´ ανοίξω ένα αυλάκι 
και στη φλέβα τους
να δοκιμάσω να μπολιάσω το κορμί μου. 

Λέω να μάθω να μιλώ,
όπως τα χέρια τους,
μ´ ένα απαλό μουρμουρητό και να σιωπώ. 


Ο κάδος

Υπάρχουν φωτεινές στιγμές στην ιστορία όλων μας.
Κάποιες ισοβαρείς και αρκετές για να ισοσκελίσουν
μια ολότελα άσκοπα ξοδεμένη ζωή,
γεμάτη με πολλά σώματα που είναι κανένα σώμα,
γεμάτη με το ωραίο χρώμα, το μαύρο χρώμα.

Εσύ όμως μην ανησυχείς για αντανακλάσεις φωτός
και λοιπές θνητές ασχολίες.
Διάλεξε όποια κομμάτια μου σε αφορούν
- βγαίνω σε τεύχη -
και τα υπόλοιπα ρίξτα στον κάδο
μαζί με τα άχρηστα κρεμμυδότσουφλα.

Τί;  Δεν σου κάνουν ούτε αυτά;
Μα αγάπη μου, η αγάπη, δεν είναι θέμα ολότητας.
Η αγάπη είναι θέμα φαντασίας, μόνο.
Κι αν πηγαίνεις με κλάματα στο μυστικό σου δωμάτιο
και δεν βρίσκεις κανέναν ν' αγαπάς,
και λες πως δεν γνώρισες ποτέ κανέναν ν' αγαπάς,
και μένεις μοναχικά ακόμα κι εκεί περιμένοντας...
ε, αυτό αγάπη μου μην το χρεώνεις στην αγάπη.
Χρέωσέ το στην φαντασία σου.


Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Η πέτρα

- Γιατί είσαι λυπημένος γιε μου;
- Σκότωσα κάποιον.
- Θα καείς στην κόλαση γιε μου.
- Το ξέρω μητέρα...  Πήρα μια πέτρα και του έλιωσα το πρόσωπο.
- Σε συγχώρεσε γιε μου;
- Ναι μάνα.  Μου είπε ότι όσο η πέτρα έλιωσε το πρόσωπο, τόσο και το πρόσωπο έλιωσε την πέτρα.  Κι ό,τι το αίμα είναι αίμα.  Είτε είναι κόκκινο.  Είτε είναι πέτρινο.
- Θα καείς στην κόλαση γιε μου.
- Το ξέρω μητέρα...  Μετά σηκώθηκε και βάφτηκε μητέρα.  Φόρεσε αρκετό μακιγιάζ.  Έγινε φάντασμα και δε το αναγνωρίζω πια το πρόσωπο αυτό μητέρα.  Κι ας το αγάπησα πολύ.  Πάρα πολύ...
- Θα καείς στην κόλαση γιε μου.
- Μητέρα έχει κόκκινα χείλη και γελάει.  Δεν είναι αυτό το γέλιο της μητέρα.  Το ξέρω το γέλιο της.
- Θα καείς στην κόλαση γιε μου.
- Καίγομαι μητέρα.  Δεν αγαπώ μητέρα.  Παρά μόνο την πέτρα.
- Θα καώ στην κόλαση γιε μου.
- Το ξέρω μητέρα.  Σε συγχωρώ μητέρα.  Όσο η αγάπη πετρώνει, τόσο η πέτρα αγαπά.  


Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Ελάχιστες Ιστορίες - Τίποτα παράξενο η αγάπη

"Δεν είναι τίποτα παράξενο η αγάπη. Και πάψε πια να εκπλήσσεσαι."  Όλο κάτι τέτοια μου ´λεγες τις μέρες που ο ήλιος δεν έδυε κι εσύ δίδασκες τις επιφάσεις σου. Κι όμως για μένα ήταν ανεξήγητη. Και στο λέω τώρα που δεν είσαι πια.

Υπάρχει πάντα μια ασάφεια στις φωτογραφίες σου. Το βλέπω πλέον καθαρά. Λες και δεν βρισκόσουν ποτέ σε ένα μέρος. Κοιτάζω αυτό το άδειο άλμπουμ μας και αναρωτιέμαι. Πώς γίνεται περισσότερο να απουσιάζεις παρά να υφίστασαι; Πώς το κατάφερες αυτό, κι είναι θολές οι μέρες και οι εμφανίσεις σου;

Ήθελα από τότε και τόσο πολύ να σε περιγράψω με σαφήνεια. Να σε ορίσω. Να σε καταλάβω. Βρήκα τελικά μια ωραία λύση. Πήρα τη ζωή μου και την έριξα σε μια σκηνή τσίρκου. Ζωγράφισα πορτοκαλιές και κόκκινες ακτινωτές ρίγες στην τέντα του. Κι από πίσω του ψηλά, σκούρα σύννεφα και γκρι. Και κάρφωσα στο χώμα ένα φουγάρο από κόκκινα τουβλάκια να καπνίζει. Να λερώνει τον αέρα και να πνίγει τις αναπνοές μας. Τέλος, σ´ έβαλα να καθίσεις σε μια σκληρή καρέκλα μπροστά απ´ ολ´ αυτά.
Με τα χέρια σου απαλά ακουμπισμένα στα γόνατα. Με τα γόνατα κλειστά και τα πόδια σταθερά καρφωμένα στο έδαφος. Με την πλάτη σου στητή. Μ´ ένα άσπρο πουκάμισο μεταξένιο με δαντέλα.  Κλειστό στο λαιμό. Και τα μαλλιά σου κότσο, πιασμένα ψηλά στο κεφάλι. Με το πρόσωπό σου, το αλαβάστρινο, στεγνό. Και τα κοραλλένια χείλη σου σφιχτά.

Είπα: "Δεν μπορεί!  Θα φυλακίσω την ελάχιστη στιγμή της." Θα την κοιτάξω και θα την καταλάβω αποτυπωμένη. Κι όμως! Όταν σ´ έψαξα αργότερα στο γυαλιστερό χαρτί, βρήκα μόνο τα χέρια σου.

Ναι, δεν είναι τίποτα παράξενο η αγάπη ίσως. Μονάχα ένα φριχτά παραμορφωμένο πλάσμα που το γέννησα μονάχος μου και το περιφέρω χρόνια στον κόσμο με μια χοντρή αλυσίδα. Και που κανένας δεν πληρώνει πια να δει. Γιατί είναι γεμάτος πια ο κόσμος φρίκες, απ´ άκρη σ´ άκρη. Και που να στήσω πια το τσίρκο μου δεν ξέρω και δεν έχω. Και ποια βιτρίνα να στεγάσει την θολή φωτογραφία σου δεν βρήκα ακόμη τόσα χρόνια που γυρίζω.

Σκέφτομαι τελευταία μια λύση ανάγκης. Να ξεθάψω το παλιό ανοιχτήρι του παππού για τις κονσέρβες. Είναι σκουριασμένο από χρόνια και θαμμένο δίπλα του, αλλά είμαι σίγουρος. Θα κάνει τη δουλειά του μια χαρά, αν καταφέρω να το βρω. Αρκεί να μη φοβηθώ να ματώσω τα νύχια και τα χέρια μου. Μ´ αυτά τα εργαλεία θα σκάψω για να ησυχάσει επιτέλους η απορία μου. Θα σκάψω και θα το βρω. Χωρίς να ξεπλυθώ, με το αναστημένο ανοιχτήρι θα ανοίξω σιγά-σιγά μια τρύπα στο στήθος μου. Θα πετάξω το άχρηστο στέρνο μου στον ανοιχτό λάκκο. Θ´ αδειάσω εκεί και τα άχρηστα περιεχόμενα του. Θα κλείσω ύστερα το άνοιγμα μ´ ένα γυάλινο παράθυρο από παραμορφωτικό γυαλί. Και θα την αφήσω μέσα.

Γιατί δεν είναι τίποτα παράξενο η αγάπη. Αλλά δεν είμαι και πολύ σίγουρος γι' αυτό. 


Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Εξ ορισμού

Εσύ, η φωνή, κι η πέτρα σου, 
με τα τούλια και τις λεβάντες,
με τ´ ανθισμένα παράθυρα.  
Εγώ, η ακοή κι η πορσελάνη,
με τα γόνατα και τις πληγές,
με τα λυτά κορδόνια μου. 

Με ρίψεις και με κρούσεις οριζόμαστε. 

Εσύ, η Ηχώ, και οι αυταπάτες μου,
με τις κίτρινες, χρυσές κλωστές,
με τα φωτισμένα λευκά, τα ελληνικά. 
Εγώ, η απεικόνιση του ιδανικού σου, 
με τα καμμένα χέρια, τ´ αεικίνητα, 
με τα πλανεμμένα μάτια μου. 

Με λόγια και με αέρα κρατιόμαστε. 

Εσύ, η μικρή αναμονή και ο γάντζος
με τις κρεμασμένες λαχτάρες,
με τις αφημένες υποσχέσεις. 
Εγώ, ο νόμος του ανέφικτου,
με αυταπάρνηση ο υπηρέτης 
με θυσία ανώφελη, ως οφείλει. 

Με κραυγές και με φτερά χωριζόμαστε. 



Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Το αυτοκίνητο

Πιο κάτω μια κοπέλα πετάει
την γυμνή ρόμπα της
μέσα στα μάτια του μικρού αγοριού.

Ένα αυτοκίνητο θα πέσει
απ´ τον δεύτερο
και θα σωθούμε όλοι

Μια στρατιά κάγκελα παρελαύνουν
Κι ο ήλιος τρελαίνει τα μάτια τους

Τα κύματα σπάζουν ένα ένα
Η πλάτη μας προστατεύει την μεγάλη
αυταπάτη του έρωτα
Ευτυχείς οι τυφλοί, ευτυχείς
Και οι λίγοι με τα μάτια τοποθετημένα στη λάθος μεριά
δυστυχείς δια παντός

Ένα αυτοκίνητο θα πέσει
απ´ τον δεύτερο
και θα μας λιώσει.

Μια στρατιά από κάγκελα παρελαύνουν
Κι ο ήλιος τρελαίνει τα μάτια τους

Τα κύματα λιώνουν λίγο λίγο
τη διαβρωμένη υπόσταση την ελάχιστη,
τη μέγιστη αυταπάτη
Μακάριοι οι ανυπόστατοι, μακάριοι
οι μακαριστοί, ανεξαρτήτου ιερότητος

Και οι άλλοι, οι ανυποψίαστοι και οι έξοχοι
μακάριοι κι αυτοί
Προπάντων αυτοί μακάριοι.