Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Αγροτικές εργασίες

Ξεχέρσωσα τα μάτια σου
από το ύψος του τάφου σου να δεις
τα κρύσταλλα της ζωής.

Ας είσαι κι εσύ γιος κάποιου προφήτη
τυλιγμένα νάυλον σε ζεσταίνουν τα βράδια
φυλώντας τον ύπνο σου.

Έμενα κι εγώ κάποτε
σ’ αυτήν εδώ την πόρτα που σε περιμένω 

κι εσύ αργείς να 'ρθεις όσο είναι απαραίτητο


Κάποια χαλασμένη σπηλιά
κοιμάται μέσα μου ανεξερεύνητη και μια μικρή θηλιά
μικραίνει το βήμα μου. 

Δεν είναι ήλιος αυτός. Είναι ένας παλιός φακός. 
Δεν είναι καρφιά αυτά. Είναι ατσαλόβεργες φυτρωμένες 

στους μηρούς και τις καρέκλες μας.

Δεν είναι κρύσταλλα αυτά. 

Δεν έχει μάτια κανείς. 
Ούτε καθόμαστε.
Είμαστε οι αντανακλάσεις 

στην κοιλιά κάποιας ανύπαρκτης σπηλιάς.




Οι βίδες

Τις δέκα αναμμένες νύχτες
που ανταλλάσσαμε τα μεταχειρισμένα φιλιά μας
τις έκαψε μια χαρούμενη πεταλούδα εμπρηστική
Είπαμε καθησυχασμένοι 

πως μονάχα αυτός που αγάπησε προδίδει,
λούσαμε τα μαλλιά μας με βενζίνη,
σου χάιδεψα τα μάγουλα.

Τα σώματά μας ήταν ρούχα
δεύτερα, τρίτα χέρια φορέθηκαν,
αγκαλιάστηκαν πάνω μας γύρω μας
χέρια πολυαγκαλιασμένα, φθαρμένα
πάλιωσαν πάνω μας 

και ποιος θα τα ανακαινίσει;
Σοβάδες στο πάτωμα
πατώματα τριγμοί
γόνατα σκουριασμένα
και κάθε νέα μέρα κάτι πιο παλιό δανείζεται
κάτι πιο χρησιμοποιημένο αλλάζει χέρια
για να κάνει ακόμα έναν κύκλο
χάνοντας
κάθε νέα φορά μια παλιά στροφή.



Η αιώνια

Πόλη είναι μια φωτογραφία αντανακλαστική στο παράθυρο ενός τραίνου
Έχει μαλλιά σουστίτσες, χέρια λεπτά και με κοιτά όπως τα περαστικά τραίνα
λυπητερά αφήνοντας ρεύμα σε σταθμούς καρφωμένους
και σε λιβάδια στρωμένα λουλούδια με γράμματα ανεπίδοτα

Η Πόλη είναι ένα παράθυρο αντανακλαστικό στην φωτογραφία ενός τραίνου.
Έχει μάτια όμορφα γεμάτα λαχτάρα και μάτια ψυχρά αναμνηστικά
σε ενενήντα μοίρες γωνιακές και καμία κοινή.


Μονάχα μια καρφίτσα με κεφάλι κόκκινο γεμάτο υποσχέσεις και παιχνιδίσματα
την τρύπησε στον χάρτη και την άφησε κάπως στραβή και λίγο κωμική να κρέμεται.



Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Γαβάθα

Στη μεγάλη γαβάθα της ζωής
βούτα και πιες
κι όσο μπορέσεις ζήσε
και όσο μπορείς, πέθανε.
Μείνε λιγάκι
με τον διψασμένο που σκάει.
Μείνε και λίγο
με τον ακίνητο θρόνο που κάποια λάθος ερμηνεία τον πήρε.

Τρέξε λιγάκι με τον αχόρταγο παρέα
τρέξε με τον πραματευτή
ή τον σοφό λιτοδίαιτο,
κι όσο μπορέσεις κολύμπα τέλος πάντων.
Όσο αντέχεις στέγνωνε
επάνω στο χείλος της,
πότε κουτσό
και πότε μαρς.
Πότε για κυνηγητό
και πότε για βόλτα.
Κι όταν θα τρως την σούπα
κι όταν θα καταπίνεις την θάλασσα
να θυμάσαι
είναι πάντα καλύτερα να μην χορταίνεις.