αναμνηστική
φωνή του
πατέρα
περνάει
σαν μέρες
πάνω
από σκεπές.
Κάτι τραβάει
μαζί του
τα πάντα
απ’ τα μαλλιά
όμως αφήνει
τα χέρια μου
να κρέμονται
αφήνει
και την πλάτη
λειψή
να χάσκει πλάι
στο μεσαίο
κενό της
αβάσταχτα
άδεια μέχρι
την αβέβαιη
άνθιση μιας
άνοιξης
που περνάει
κρυφά μου.
Τίποτα
δεν κατάλαβα
τίποτα
δεν θυμάμαι
καθαρά
το ακατανόητο
σώμα μου
κυνηγά
ο χρόνος
το φτάνει
το γλύφει
γκροτέσκα
το προσπερνά.
φωνή του
πατέρα
περνάει
σαν μέρες
πάνω
από σκεπές.
Κάτι τραβάει
μαζί του
τα πάντα
απ’ τα μαλλιά
όμως αφήνει
τα χέρια μου
να κρέμονται
αφήνει
και την πλάτη
λειψή
να χάσκει πλάι
στο μεσαίο
κενό της
αβάσταχτα
άδεια μέχρι
την αβέβαιη
άνθιση μιας
άνοιξης
που περνάει
κρυφά μου.
Τίποτα
δεν κατάλαβα
τίποτα
δεν θυμάμαι
καθαρά
το ακατανόητο
σώμα μου
κυνηγά
ο χρόνος
το φτάνει
το γλύφει
γκροτέσκα
το προσπερνά.