Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Οι πολυκατοικίες του Μονάχου

Ένας άνθρωπος
κρεμιέται τα βράδια
από το αμίλητο βλέμμα του
στη μέση μιας συστάδας
πολυκατοικιών
και πάνω στα ασύμμετρα
αναμμένα παράθυρά τους
αναμετριέται
με το μη μετρήσιμο
και με το ύψος του

Ήλιοι συνθλίβονται
στο πέτρινο στομάχι
κι η μαύρη τρύπα που τον ρουφάει
από τα πόδια ως το κεφάλι
λουλούδι κυτταρικό ανθίζει
στο σκοτάδι φωσφορίζοντας
με όλα του τα φώτα σβηστά
στύβεται στην κλειστή γροθιά του
και βγάζει αιθέρα και αίμα

Στο σύνορο του δέρματός του η αναπνοή της,
μια στριμωγμένη προσδοκία
πάλλεται σ’ ένα σώμα αλάβαστρο
κι αυτός μια κοιτά το αγαπημένο άγαλμα
και μια μιλά στα κοιμισμένα πουλιά του κεφαλιού της
για το νερό που ταξιδεύει
και την επιθυμία που σκουριάζει,
στα παιδικά γόνατα
και στους γέρους ώμου του

Πλαγιαστοί δείκτες στο χέρι,
κάτι κόκκινα γράμματα
υποφωτίζουν το κουτί τους,
το απέναντι πάρκινγκ αναβοσβήνει ακανόνιστα,
δίπλα του η ζεστασιά της
μαγνητίζει το μεταλλικό σώμα του,
παρέες στους δρόμους
σκόρπιες φωνές γρατζουνούν την νύχτα,
καθώς τα άκρα του, άγρια τριανταφυλλιά,
τυλίγουν την θέρμη της

Ως αύριο προλαβαίνει
να σφίξει τις ανάσες βαθιά στα πνευμόνια του;
Ως αύριο προλαβαίνει
να αποθηκεύσει την ζεστασιά στο παγωμένο μέταλλο;
Ένας μακρύς αναερόβιος χειμώνας
απλώθηκε αιφνίδια στα πόδια του.
Κάλυψε η θύελα παράθυρα, πολυκατοικίες,
κινέζικους κήπους και βαυαρικές παμπ,
το ρολόι στην Marienplatz,
τα μάτια του, τα μάτια του,
το στόμα του μυρίζει χιόνι λασπωμένο
για να ζήσει καταπίνει την χιονόπτωση
αχόρταγα
να φάει το λευκό, να φάει το παγωμένο,
να φάει την πίκρα του χώματος,
ακόμα έναν θάνατο βαρύ
πριν τον θάνατο.

Τώρα στέκει θαμμένος στην βάση
μιας γερμανικής πυραμίδας
Μ’ όλα του τα κτερίσματα στα χέρια
εκείνο το κουτί που μέσα του άφησε τ΄αριστερό πλευρό του.
Το κουτί που κοιτάζει το πάρκινγκ
Το κουτί με το άβολο κρεβάτι
Το κουτί με την αγαπημένη ρουτίνα
να πας στο σουπερμάρκετ για τα καθημερινά,
να πάρεις το τραίνο για μια πόλη μαγική,
να πάρεις το μετρό για μια βόλτα στην αγορά
να γελάσεις στον δρόμο των ποδηλάτων
να πιεις καφέ απ’ το μηχάνημα στο ισόγειο
να περπατήσεις ανάμεσα στις πολυκατοικίες του Μονάχου
να φτιάξεις μια απλή ζωή.



Αινίγματα

Το πρωί εγωπαθές, ιδιοτελές, φτιάχνει ισοζύγια στο παζάρι. 
Το μεσημέρι κτητικό επενδύει κόπους, θυσίες, σπορές.
Το βράδυ τα προϋπολογισμένα και τα κεκτημένα απαιτεί.

Τι είναι;

_________

Το πρωί τρέφει, νανουρίζει, φροντίζει.
Το μεσημέρι χτίζει, προστατεύει, θωρακίζει.
Το βράδυ χαρίζει κι εγκαταλείπεται.

Τι είναι;

_________


Το πρωί ανυποψίαστα γελάει και χαϊδεύεται πονηρά.
Το μεσημέρι απλώνεται μυστικά και κατακτά.
Το βράδυ στον πιο σκληρό βράχο ξυπνάει και πεθαίνει ή ανθίζει.


Τι είναι;

__________