Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Η γλώσσα

σκέφτομαι
να στρίψω την γλώσσα μου
τόσο
ώστε να μην ξαναπεί
ποτέ
καμία από τις γνωστές λέξεις
να αλλοιώσω την ορθογραφία τους
να γράψω
όλα τα γράμματα
σαν το παιδί που ανακατώνει
ένα αόρατο παζλ

τις ανάξιες λέξεις να ξεπλύνω
λέω
να χαθεί κάθε ανόητη σημασία τους
να μείνουν γυμνές
βαφτισμένες
αναμάρτητες

ύστερα,
να παίρνω ένα μαχαίρι,
ένα παιδί, κι ένα σπασμένο,
μια ερημιά, μια σκόνη,
κι ένα τραγούδι,
να τα ταιριάζω σε μια φράση
που τίποτα να μη λέει
κι έτσι ανάλαφρα,
απαλλαγμένα,
δυνατά,
να εκστομίζω το υπέρλογο
πάνω απ' τα χέρια
πίσω απ' τα χείλη
κι όμως

η παλιά μου γλώσσα,
οι επίμονες λέξεις μου
πικραίνουν πάντα το στόμα μου


Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Η ευφάνταστος πόρνη

Ο πατέρας του ημιζωντανός
περιφέρονταν μοχθηρός κι αμίλητος
πληγωμένο ζώο άγριο
στο εντός του κλουβί

Η μητέρα του μέδουσα
άφηνε κομμάτια απ´ τα μαλλιά της
πληγωμένο ζώο άγριο
στο εντός της κλουβί

Η αγαπημένη του προαγωγός
εκπόρνευσε την αγάπη του
πληγωμένο ζώο άγριο
στο εντός της κλουβί

Κι αυτός ζωνεκρός
περιφέρεται μοχθηρός κι αμίλητος
εκπορνευόμενα βιοποριζόμενος
λίγη πατρική σημασία

Κι αυτός μαρμαρωμένος
στον αναμαλλιασμένο καθρέφτη του
ζιγκολό της αγάπης της
αποκηρύσσει εαυτόν

Κι αυτός αναγάπητος
τον νταβατζή εαυτό του συνέχεια
πληρώνει κι αξεχρέωτος
σέρνεται στο κρεβάτι



Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Άτιτλο

Ελπίδα, φοβερό θεριό
σε κέρδισε το απαλό όνειρο 
Τα νύχια σου γλίτωσε
και τώρα κοιτάει 
όπως το τραίνο
την μικρή αποβάθρα
κίνηση ανδρός
όπισθεν πλησιάζοντος
ανθοφόρο φόρεμα λουσμένο
στον απέναντι ήλιο
άφατο νανούρισμα
απαυγασμένο λίκνο. 

ένα τράβηγμα μαλλιών
επάνω στα ηλεκτρικά πλήκτρα
κρατάει και ταλαντώνεται
κλαγγή ανάνθιστων ψυχών
σαν αναβαλλόμενη επανάσταση
απελπισία 



Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Η κουζίνα μου

Στη μέση της κουζίνας μου
ρέει ένα θολό ποτάμι
Στις σπασμένες όχθες του
τρέφομαι και ξαπλώνω
τα βράδια ακούω τη ροή του 
τη μυστική βοή 
βρέχω τα πόδια μου 
στα κρυστάλλινα βράχια 
κι απ´ τα συρτάρια με τα κουταλοπήρουνα
κρατιέμαι να μη με παρασύρει 

Στην μέση της λέξης μου
κοιμάται ένα άλφα ανορθόγραφο
Το σκεπάζω κάθε βράδυ
καμιά φορά ξαπλώνω δίπλα του
ακούω τον παλιό καημό του
για όσα νόμιζε πως γίναν λάθος
και για όσα γίναν
για όσα συντηρεί κοιμισμένο
γερμένο ανορθόδοξα, ασαφές
κι απ’ τις καρω πετσέτες στα συρτάρια
σκουπίζω τα βουβά του μάτια  



Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Η καρέκλα

Τι κάνω πατέρα στην πλάτη σου;
Τι κάνει το χέρι της μαμάς στο στήθος σου;
Διαμπερές το στήθος σου.
Διατρητικό το χέρι της.
Μπήκε και βγήκε και χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
Τα λερώνει με το αίμα σου.
Τα ανακατεύει με το δικό της.

Τι γυρεύω πατέρα στην πλάτη σου;
Μήπως να με συνθλίψεις με μια απαλή κίνηση;
Κάτσε πίσω πατέρα.  Λιώσε με μεταξύ σου και της καρέκλας.
Είμαι μικρός.  Δεν θα πονέσω.
Ίσως να με τραβήξει το χέρι της μαμάς.
Ίσως με βγάλει πίσω απ’ την πλάτη σου.
Μέσα απ’ την τρύπα του στήθους σου.
Λουσμένο στα αίματά σου.
Ίσως με βάλει κούκλα χνουδωτή στο κρεβάτι της.

Αλλά,
Τι γυρεύω πατέρα στην πλάτη σου;
Πέρασα το μπόι σου μα την όψη σου
δεν την είδα ακόμη.



Προτομή

κάθεσαι τώρα θλιμμένη,
πίσω από το ανάχωμα του γραφείου,
με κομμένο το λαιμό
με τα δυο σου χέρια βάση
για το κεφάλι
στηριγμένο σαν αγάλματος
στις προσευχόμενες παλάμες.
κοιτάς το παγωμένο ακαθόριστο.
οι βολβοί των ματιών σου
κατέλαβαν με τ´ άσπρο τους
τον χώρο της ίριδας
της κόρης. 
ποια είσαι; τι έγινες;
ποια μνήμη χιόνι
σου αγκύλωσε το σώμα; 

δεν θα σε πω άγαλμα,
ούτε γυναίκα.


Το νερό

Αυτό το στεγνό φυτό στον κήπο μας
δεν θ’ ανθίσει.
Σαράντα χρόνια μπουμπουκιασμένο
μα ποτέ δεν το είδε ο γυμνός ήλιος.
Μόνο μια λαμπερή αντανάκλασή του
το μεγάλωσε 
και το συντηρεί 
μ´ έναν καθρέφτη εμμονικό
χάδι γυναίκας 
ακυρωμένης απ’ αέρινο ερώμενο. 

Αυτό το διψασμένο φυτό στον κήπο μας 
έχει ρίζα βαθιά. 
Βλέπεις, το άνυδρο χώμα του 
χρειάστηκε να τ’ αντλήσει 
απ’ τα μεγάλα βάθη του. 
Όμως δεν πατάει γερά. 
Δεν άπλωσε τα πόδια του. 
Δεν χάρηκε το στηρικτικό πλάτος της γης. 
Μονάχα η έγκλειστη λάβα της το ποτίζει.
Κι αυτό πυρώνει τον κορμό του,
ψηλώνει, μπουμπουκιάζει, 
μα δεν ευδοκιμεί. 



Το ‘χουν από παλιά, 
κακή συνήθεια τα λουλούδια
να δένουν με το νερό.  



Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Ο γίγαντας

άντρας χωρίς νερό
με γυάλινα πόδια
πάντα ερχόμενος
πάντα απών

ερώμενη απώλεια
αναγάπητος βάλλοντας λίθους

σε ρευστή περιοχή
κάτω από το φουγάρο
που σαλπάρει
ακούει το παρατονισμένο
"κλεώ, που θα σε ξαναβρώ;"

γονατίζει στο νόμο
των άπιστων χεριών
των προδοτικών
έναν νόμο
φιλαλήθη
φιλάλληλο
φίλαυτο

διαγράφοντας δρόμο
από τον καθωσπρεπισμό
στον καθωσπρεπισμό
άκρο στο άκρο

μιλώντας με λέξεις
για το άλογο
τεντώνοντας χορδές
για το ψέμα
του αστεριού



Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Το δέντρο

ποιος άντρας φύτεψε αυτό το δέντρο το στραβό
το ίσιο και ποιο χέρι γυναικείο
το πότισε
ποιο μπράτσο ξύλινο στάθηκε δίπλα του
να δέσει η μέση του
το δέντρο ονομάτισε ποια μοίρα αλλού να απλώνει
αλλού να λυγίζει αλλού να σπάει
ποιος το πότιζε
ποιος πήρε σώμα απ’ το σώμα του να κάψει
όλη την ζέστη του

και την σκιά του ποιος δροσίστηκε
τα καλοκαιρινά μεσημέρια
το δέντρο που μεγάλωσε και βλάστησε το δέντρο
σε μια γωνία σε μια πέτρινη πλαγιά

διακριτικά
ποιος περιέφραξε τον αδιάβατο κορμό του
το ύψος του
ποιος κλάδεψε σκληρά

το δέντρο



Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Οι μολυβένιοι δράκοι

Δειλοί πολυτελείας
Φτάσαμε
με μια αυτόματη γενναιότητα
κάπου ασφαλώς
κι από δω
εκστομίζουμε αυθάδεις προσευχές:

«Ω δέσποινα των λογισμών μου
Πόσο σας πόθησα
με τις δριμείες μου λέξεις
και τις ρηχές μου πράξεις
Και πόσους δράκους μολυβένιους
σκότωσα κι ανάστησα
για χάρη της χάρης σας»

Δειλοί εξ αίματος
Αγχιστεία
ποτέ δεν τολμήσαμε με καμία
πραγματικότητά μας
την αμαρτωλή
λες και υπήρχε παράδεισος.


Ο Δρομέας

Κάθε βράδυ
Με σκουριασμένες λέξεις
Λύνω το γρίφο μου
Ακονίζω το σεληνόφως
Αναπλάθω τα τείχη μου
Εξορκίζω τα ανύπαρκτα
κι από το πέτο του σακακιού
την σκόνη της ημέρας
με το πίσω της παλάμης

Κάθε βράδυ
Λέω θ’ αφήσω λίγα νιάτα
για τα γεράματά
Λέω θ’ αρνηθώ την κληρονομιά
Γίνομαι Δρομέας αιχμηρός
έτοιμος να εκκινήσω
Όμως όταν κοιτάζω το πρωί
στον μεγάλο καθρέφτη μου
είμαι ένας ακίνητος.