Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Στον παιδότοπο

Χτες με παράτησε η μητέρα μου
Μόνο σ’ ένα αχανές πάρκο
Με παράτησε κι εγώ πάγωσα
Με τρόμο παραλυτικό την αναζήτησα
Με τα μάτια μου την αναζήτησα
Με την ανάσα μου, με κάθε μου κύτταρο
Μα δεν ήταν πουθενά
Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, 
άνοιξε η γη και την κατάπιε
Λίγα δευτερόλεπτα πριν παίζαμε στην άμμο
Χτίζαμε ένα σπίτι όμορφο
Κάναμε όνειρα, γελούσαμε παιδιά
Ύστερα, δεν θυμάμαι, 
λες να της έριξα άμμο στα μάτια; 
Εξαφανίστηκε!
Φώναζα, έκλαιγα, έτρεμα, 
κανείς να με ακούσει.
Καμία αγάπη και καμία παιδική χαρά.

Χτες με παράτησε η μητέρα μου
Κι είναι λέω αυτό, μέγιστη πράξη ερωτική.


Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Πόσο μάλλον

Ακόμα και τον Παρθενώνα
ο καιρός κι η φθορά τον εξύψωσαν έτι.
Τα κύματα των αιώνων τον ξεθώριασαν
και τον αθανάτησαν. 
Αφέθηκα κι εγώ στον ήλιο και τον αέρα, 
μήνα τον μήνα, 
να χάσω όλα τα χρώματά μου.
Έχασα, έσπασα, ακρωτηριάστηκα, 
κι απέκτησα, λέω, σε αντάλλαγμα
ύψος δυο πόντους παραπάνω. 

Έγινα όμως εύθρυπτος 
και στο ποτάμι αυτό δεν άντεξα. 
Ούτε το δάμασα.  
Ούτε καν το εξέτρεψα κατά τι. 
Αφρόντιστη, ασυντήρητη κοίτη, 
στόμωσες.
Επιμερίστηκε η αγάπη και φτένυνε.
Κι εγώ που πόνεσα τόσο
δεν θέλησα να μου χαριστεί τίποτα.
Κέρδισα το βάθος του Πύρρου. 

Όπως καταρρέω τόσο καιρό, θα ανορθωθώ.
Μα αυτή η παλινόρθωση θα
αχρηστεύεται πάντα 
από έναν σταθμό τερματικό,
από μια ανεισάκουστη πρόταση, 
από δυο-τρεις φωτογραφίες 
τάχα γελαστές
σε μια έρημη τρύπα, τριάντα μέτρα
κάτω απ' την κεντρική πλατεία. 


Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Η γλώσσα

Θρηνώ της γλώσσας το θάνατο.
Η γλώσσα είναι μια πέτρα 
και βουλιάζει στη θάλασσα.

Θορυβεί πιο αιχμηρά κι από την μυρωδιά.
Στοιχειώνει στα επιθήλια.
Γεύεται τον ύπνο μου. 
Αναιρεί τα μάτια μου, 
κι όταν δεν κλαίω μπήγει τα δόντια της
στις τρυφερές παρειές της μόνης μου νιότης.  

Η γλώσσα μας είναι ένα παιχνίδι
που έσπασε στων χεριών μου 
τον αδέξιο χρόνο.  

Τώρα πια μοιάζει 
με κάτι που γνώρισα στον ονειροκαιρό. 
Σαν θεός του παλιού κόσμου που μ' ευλόγησε,
μα πέθανε πια.  Πέθανε.  


Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

Καμπύλες μάθησης

Ξέμαθα. Δεν ξέρω πια πως δένεται ο κόμπος των παπουτσιών μου. Πως εξημερώνονται τ' αγρίμια και πως οι άνθρωποι. Όλα είναι ξένα και αφορούν πια άλλους. Το ημερολόγιό μου κενό. Χωρίς περιεχόμενο και σημειώσεις. Τα σώματα κενά. Χωρίς ειδικό βάρος. Τα μάτια αδειασμένα. Τα χέρια. Τα χέρια μου γέρασαν και στράβωσαν τα δάχτυλά τους. Ξέχασαν να κρατούν. Δεν θυμούνται πια πως να χαϊδεύουν. Τρέχουν αδέξια και ντροπιασμένα πάνω στις ζωντανές και τις νεκρές επιφάνειες. Τρέμουν επάνω στην έρημη επικράτεια του σώματός μου.

Τα πράγματα έχασαν τον πυρήνα τους. Όλα είναι κούφια. Άδεια κελύφη που αντηχούν χτυπήματα στην επιφάνειά τους, αναπαράγοντας παλιές ιστορίες και νέες δοξασίες. Επικοί θρύλοι γεννιούνται κι η κοσμογονία αυτή κοχλάζει καζάνι, στην κόλαση του δέρματός μου.  Δεν ξέρω πια πως να βλέπω, πως να ακούω, πως να ζεσταίνομαι.  Περπατώ προς την βρεφική ηλικία ξεμαθαίνοντας όλο και περισσότερα, μέχρι να αρχίσω να τρεκλίζω, να παραπατώ και στο τέλος να μπουσουλώ.  

Δέκα σελίδες μείναν όλες κι όλες για να τελειώσει αυτή η μασκαράτα.  Την καλώ τέτοια για να περισώσω την αξιοπρέπειά της.  Μετά θα ξεχάσω και να γράφω.  


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Χτες

Απόψε η πείνα μου απευθύνεται στις άκρες των δαχτύλων μου.
Στα νύχια, στις παρανυχίδες, σε κάθε κομμάτι που εξέχει.
Μπορεί να χορτάσω μ' αυτά ή να συνεχίσω, με το σώμα τους.  
Πόσο απέχει η μία ακρωτηριασμένη αγκαλιά από την άλλη;

Απόψε η δίψα μου χωράει σ' ένα ποτήρι κερί, με ουίσκι και λικέρ.
Στα αληθινά, στα ψέματα, σε κάθε σταγόνα, στο υψωμένο χέρι.
Μπορεί να ξεδιψάσω μ' αυτά ή να συνεχίσω, με το ποτήρι μου. 
Πόσο απέχει η μία σπασμένη δαγκωνιά από την άλλη;

Απόψε η λαχτάρα μου εκτείνεται στις ελάχιστες ώρες της μνηστείας.
Στη νύχτα που άνοιξε η γη και σώπασαν οι λύκοι για λίγο.
Μπορεί να ουρλιάξω, ή να κλάψω, ή να γελάσω, με το ποτήρι μου.
Πόσο απέχει η μία σπασμένη φωνή από την άλλη;  


Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Ο εραστής

Ο εραστής είναι μπλε ηλεκτρικό,
κι εδώ, 
βαμμένο μαύρο.
Στο τελευταίο συρτάρι,
ανάμεσα στα ανακατεμένα πουλόβερ
τα εσώρουχα και τα καλσόν,
ξέμειναν ενεά, αλλά νεκρά, 
ένα σορτς και ένα τίσερτ.
Στους τοίχους του σπιτιού
πράσινος, 
κρεμασμένος από όλα τα καρφιά,
παρατηρητής
 του μικρού δωματίου,
του πιο ένδοξου πεδίου μάχης,
του παλιού ιδρώτα που αναμείχθηκε,
του ζωντανού σώματος που μετακόμισε.
Κάτω απ’ το νέον 
ακόμα πιο όμορφη,
στέκει ονειρική,
μια ταμπέλα που λέει:
"ο εραστής είναι μπλε ηλεκτρικό,
κι εδώ, βαμμένο μαύρο."


Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Το σπίτι

Ένας άντρας μπήκε στο σπίτι μου.
Πρώτα είδα τη σκιά του απ' το παράθυρο
άγρια ξημερώματα,
κι ύστερα τον άκουσα να σέρνεται
σχεδόν μέσα σε όνειρο.
Μέχρι να προλάβω να το υπερασπιστώ
ήταν μέσα του,
το πήρε.  Το πήρε και τώρα δεν μπορώ 
να ξαναζήσω πια εδώ.


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Ρητορικό

Κι αν πεθάνω ποιος θα διορθώσει όσα πρέπει να διορθώσω;
Για την σκληρότητά μου, ποιος θα απολογηθεί;
Γι' αυτό το όνειρο που νόμισα για ανάμνηση, ποιος θα θρηνήσει;


Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Υπναγωγία

Ξημερώματα άνοιξης, πιστός
στο καθεβραδινό ραντεβού
στην πλατεία με το οξυγώνιο όνειρο,
αφήνω λουλούδια στο ίδιο ζευγάρι
όμορφων ποδιών με τα φουσκωμένα
δάχτυλα χωρίς νύχια.

Κάτω από τη στέγη των βιβλίων,
απ´ τα ρολόγια που πότε χειμωνιάζουν,
σπανιότερα ζεσταίνονται, στην υπναγωγία
και στην υπναπαγωγή,
ανοίγω κουβέντα με το αδύνατο
και ξαναπαίζω το παλιό
σε μιξντ τέϊπς γεμάτες αφιερώματα.

Τι να άλλο να κάνω Θεέ μου;;
Αυτή είναι η δική μου θυσία στο βωμό σου,
και με το σώμα μου και με το αίμα μου,
και με τα πολύπαθα δάχτυλά μου,
και με τα πιστά μου όνειρα
σου παρέχομαι απλόχερα κάθε πέμπτη πρωινή
στον όρθρο σου συναρτώ
ένα σώμα προσευχή
κι ένα σώμα καντήλι αναμμένο,
μ’ ένα ζευγάρι πόδια αλάβαστρο
κι μ´ ένα ζευγάρι χέρια αλάβαστρο
και με χιλιάδες σελίδες σεναρίου
ανεβάζω την ίδια, σε παραλλαγές,
παράσταση
για να Σε πείσω, Θεέ μου,
πως είμαι κι Είσαι αμαρτωλός.

Ανοίχτηκα κι απόψε στη μαύρη θάλασσα
του σύμπαντός Σου
μ’ ένα από κείνα τα καράβια
με τις πολλές κεραίες
και τα πολλά φωτάκια στις κεραίες
και με πυξίδα άγνωστα άστρα ανεβαίνω
δι-αγωνίας ανεβαίνω και πλέω
και πάω στο μεγάλο Τίποτα.

Και σε συναντώ σε στενό διαμέρισμα
και μου μιλάς, και δεν καταλαβαίνω τι λες
μα γελάω, Θεέ μου!
σαν να μην είναι όνειρο που σε ξαναβλέπω,
σαν να ‘ναι πράγματι άνοιξη,
και σαν να ξεδιψάει ανάλαφρη η ψυχή μου.

Μα με κλωτσάς, Θεέ μου, και πάντα ξυπνάω
στις έξι το πρωί,
στο πιστό ραντεβού με τον όρθρο σου
έξω απ’ τον γοτθικό ναό
πάνω στα χιονισμένα πλακάκια,
κάτω απ’ τα εργατικά ρολόγια,
πάνω απ’ τα εργατικά τρένα,
ανάμεσα σε άπειρα ηλεκτρόνια,
που σπινάρουν ορίζοντας ιλιγγιώδη κενά
που σε κρύβουν, Θεέ μου, σε κρύβουν,
κι εγώ δε σε βλέπω ποτέ πια,
παρά μόνο στις πέντε το πρωί,
κάθε βράδυ! στο πιστό μου όνειρο.


Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Σημεία στίξης

Με βρέχει κόμμα
με συνέπεια κόμμα
ένα παλιό νερό κόμμα
σταγόνα τη σταγόνα κόμμα
με λεπτότητα και χάρη
με απόγνωση κόμμα
μ' απελπισία κόμμα
σε ένα τοπίο κόμμα
αγγλικής εξοχής κόμμα
τα μάτια κόμμα
τα μαλλιά μου κόμμα
τα ελληνικά μου πόδια κόμμα 
σέρνονται 
με ρωτάνε κόμμα 
τί κρατάω σφιχτά κόμμα
σαν πόνο στο στομάχι κόμμα
και σαν μαχαίρι κόμμα
σφιχτά κόμμα
απ' το χέρι τελεία 
Ας είναι κόμμα
κι η λάμα κόμμα
τους λέω κόμμα
αν τ' αφήσω κόμμα
τους λέω κόμμα
τι θα μου απομένει κόμμα 
από σένα ερωτηματικό


Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Γεωγραφικό

Το σώμα σου είναι μια αχανής ήπειρος
κι ενώ πλέεις μες τα ρούχα σου
εγώ περπατώ μέρα και νύχτα τις άνυδρες ερήμους σου
αποφασισμένος για μια γουλιά πικρό νερό. 

Γίνομαι λαθραίος παραλήπτης
στα καρτ-ποστάλ απ' τα οικεία ξένα σου
και σε συναντώ μονάχα σε οάσεις ονείρου
που με ξυπνούν ακόμα πιο διψασμένο.  

Μεγάλωσε το τζιν σου.
Μην παραλείπεις να τρως!
Στείλε μου και δυο στάλες υγρασίας.
Είπαμε, είμαι κάκτος,
μα χόρτασα πια 
την ξερή σου άμμο.  


Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Περί αγαλμάτων

Γυμνός προσχημάτων προσήλθα στο εδώλιο.  
Μια ενδόμυχη ελπίδα καιροφυλακτεί ακόμα  
ενώ αργεί πολύ να φανεί 
η παρηγορητική χώρα της απελπισίας. 

Ο ιατρός συνέστησε άμεση και οριστική απεξάρτηση!
Πλήρη, ολοσχερή, καθολική! 
Αλλά εγώ, συνεχίζω να σε καπνίζω μέχρι θανάτου.  

Λόγω αναταράξεων, φορέθηκαν οι μάσκες.
Με το κεφάλι πια στο σημείο 
μεταξύ της αιχμής και της βάσης
εκεί που κατοικεί μια οξεία, αιμάτινη ριπή. 
Κάτι το αιθέριο και χωμάτινο. 
Μια πηγή θρεπτικών γευμάτων 
για κάλυκες και φαιά κύτταρα.
Ασταμάτητη, ανίκητη, σαρωτική.  

Σου γράφω τις λέξεις που μισείς, 
με τοκογλυφικές φαντασιώσεις.  
Με υπομονή.  
Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.  
Για λίγες ψωροδραχμές σακατεύομαι.  
Με σκέψεις "παίξε, γέρασε" 
και με την αθρόα προσθήκη ετών
και από την κάλπη σου
και από τον θάνατο του.  

Ο ιατρός συνέστησε αλλαγή δίαιτας.
Πλήρη, ολοκληρωτική, καθολική,
οριστική διακοπή βρώσης
του σάπιου κρέατός σου. 
Αντικατάσταση από φρέσκα λαχανικά
και φρούτα κάθε λογής. 
Αλλά εγώ είμαι ύαινα και μέγας αποδομητής.   
Μέχρι τότε,
θα γλύφω τις πληγές των μάρμαρων σου
για να ανυψώνεσαι υπέρλαμπρα.  


Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο βαρύς χειμώνας του '71

Θυμάσαι που αγαπούσες τα χέρια μου;
Έλεγες πως φρόντιζαν τους νεκρούς τόσο τρυφερά.
Τώρα μισείς τις λέξεις μου.  

Θυμάσαι τον βαρύ, γλυκό χειμώνα του '71;
Φτυάριζα χιόνι απ' την αυλή μου κι ίδρωνα για να προλάβω 
ακόμα ένα πεντάλεπτο μαζί σου.  

Θυμάσαι την απότομη κατηφόρα προς το σπίτι;
Έλεγα, "Παναγία μου, να μας κρατήσουν αυτές οι ράγες!".
Μας κράτησαν, μα γκρεμιστήκαμε.  


Τώρα εφευρίσκω νέους τρόπους για να σε γνωρίσω.
Και παλιούς για να σ' αγαπώ. 
Αποφάσισα πως δεν χρειάζομαι τα μάτια μου. 
Ας σε βλέπουν άλλοι.
Αποφάσισα πως δεν χρειάζομαι τ' αφτιά μου. 
Ας σε ακούν αυτοί. 
Κούρεψα μια παλιά οδοντόβουρτσα κι έφτιαξα ένα δέντρο. 
Έκατσα στη σκιά του, ν' αναπαυτώ. 
Σκάλισα και μια πέτρα και τώρα η πέτρα βλέπει.  
Έγραψα κι ένα τραγούδι και τώρα η πέτρα ακούει. 
Κι όταν περισσεύεις στο δωμάτιο ρωτάω την πέτρα:
Θυμάσαι;


Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Ο ξένος

Όταν έφτασα στην πατρίδα σου,
την πρώτη φορά,
μ' έβαλες να καθίσω σ' ένα παγκάκι πράσινο.
Δίπλα μου ήρθε ένα μαύρο πουλί
και για πολλές φωτογραφίες
μου μιλούσε σαν φίλος κι εγώ του χαμογελούσα.
Έγινα φίλος με το πουλί και με τη γέφυρα,
με τα μαλλιά σου,
και με τα ποτάμια σου.  

Όταν έφτασα στην πατρίδα σου, 
την τελευταία φορά, 
μ' έβαλες να καθίσω σ' ένα παγκάκι μαύρο. 
Δίπλα μου ήρθε ένα μαύρο πουλί
και για ελάχιστες φωτογραφίες 
μου χαμογέλασε σαν ξένος κι εγώ τ' άκουγα. 
Κι έφυγα ξένος με το πουλί, ξένος με τη γέφυρα,
και με τα μαλλιά σου,
και με τα ποτάμια σου.   


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Τα δέντρα σου

Γέρνεις τα δέντρα σου όπως κι εγώ
Όπως μας γέρνει ο αέρας
Λερώνεις τα δάχτυλα και τότε σε κρατάω πιο σφιχτά.
Είναι ποτήρι αυτό το άδειο που κρατάς;

Δεν έχω δύναμη να αντισταθώ 
στην ακρυλική μπογιά
στην σινική μελάνη
στον τρόπο που γέρνεις τα δέντρα σου
όπως κι εγώ
προς τη μεριά που μας σπρώχνει ο αέρας. 
Λερώνεις τα χέρια σου και τότε σε κρατώ πιο σφιχτά. 
Είναι ποτήρι αυτό το άδειο που κρατώ;

Μη γέρνεις τα δέντρα σου όπως κι εγώ
αν δεν έχεις σκοπό να με υποστυλώσεις.  

 

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Λίγα μικρά ποιήματα για την Βαβυλώνα

Στις έξι η ώρα, στη μεριά της Βαβυλώνας,
να εξημερώσω τη γη σου, οργώνοντάς σε,
και σαν τον καλό Σπορέα, να σε σπείρω.
Να σε σπείρω και να δρέψω τον καρπό σου,
τον καρπό σου ως το κέντρο.
Έπειτα, να σε καρφώσω σε μια σελίδα μου,
με ημερομηνία τελική.

***

Η πένα μου ξύνει το έδαφός σου
ψάχνοντας τη ρίμα της φλέβας σου.
Κατά κανόνα πετυχαίνει, στο όνειρο.
Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγα στρέμματα κριθάρι.
Δεν ήσουν θεός.

***

Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγα στρέμματα κριθάρι.
Δεν ήσουν θεός
ούτε οι θυσίες μου απευθύνθηκαν σε 'σένα.
Με παρεξήγησε ο αδερφός εαυτός μου.
Σκληρή γη. Ατσάλινη στέπα.
Βγήκα για βοσκή ή για θάνατο;
Γυμνές ερημιές, χλωμά δέντρα,
σαθρό νερό, βάλτινο νερό, βούρκος σωστός.

Ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ
για λίγες γραμμές προσευχής.
Για σένα. Που σαν Θεός κουφαίνεσαι.
Κι άδικος ο κόπος του ενός.
Κι άδικο το αίμα του άλλου.

Εγώ;
Είμαι ο κτηνοτρόφος να σε σκοτώσω;
Είμαι ο γεωργός να σκοτωθώ;
Είμαι ο κυνηγός να σας φάω;
Κράτα μου τα χέρια. Θα σκοτωθώ.

***

Στις έξι η ώρα το πρωί, στη μεριά της Βαβυλώνας,
το όνειρο επανέρχεται με δώδεκα αιτήματα.
Γιατί ο ήλιος ανατέλλει πίσω από το κεφάλι σου;
Γιατί φωτίζεται το μορφάζον πρόσωπο;
Γιατί είναι άσφαλτος ο δρόμος και γιατί χαίρομαι;
Γιατί δεν χαίρεσαι;
Γιατί είναι η γη σκληρή και το αλέτρι σπάει;
Γιατί είναι ο χρόνος βραχύς και κυλάει αργά;
Γιατί η ηλεκτρική σκάλα, δε βγάζει πια στους κρεμαστούς κήπους;
Γιατί μόνο χιονίζει πια, ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη;
Γιατί η ακμάζουσα πόλη σταμάτησε να μιλά;
Γιατί τα δυο σου ποδήλατα και το κράνος σου;
Γιατί κατακτήθηκες, λεηλατήθηκες, σκεπάστηκες;
Γιατί στις έξι το πρωί σαλπίζεις προς τη μεριά των τειχών μου;


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ελάχιστες Ιστορίες - Αναζητείται... ιδιοκτήτης

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτής της θλίψης;
Πήγα κι έβαψα τα μαλλιά μου κι η μπογιά αυτό το γέρικο, κίτρινο γκρι που συναντά κανείς στους τοίχους των νοσοκομείων, στα βρώμικα τραπεζομάντηλα των καφενείων ή στα νύχια παλιών καπνιστών.   Ένας κάμπος καπνά, άφιλτρος Άσσος σκέτο, τυλίχτηκε στο κεφάλι μου κι η αμμωνία του μου 'καψε τα ρουθούνια, κι οι χρωστικές του ρουφήχτηκαν με μανία από τους θύλακες των τριχών μου για να ξεραστούν από κάθε μία τους, αλλάζοντάς τους όψη και ουσία, σε μια νύχτα.  
Δεν είναι μονάχα η ήττα του χρόνου, που συνθλίβει το κάθε σώμα.  Είναι πιο πολύ μια σύγκρουση συντριπτική, ακαριαία.  Μια προσπέραση, μια έξοδος στο αντίθετο ρεύμα κι ένας εκκωφαντικός κρότος από σπασμένα γυαλιά, τσαλακωμένες λαμαρίνες, πλαστικά παραμορφωμένα, καμένα λάστιχα.  Είναι η ταχύτητα της πτώσης, ο ρυθμός του γήρατος, το αστραπιαίο, η καμπή, το οριακό εκείνο που μεταλλάζει το ζωντανό μαύρο σε άσπρο σκληρό, ατσάλινο, πεθαμένο.

Σε ποιον ανήκει το χρώμα αυτού του αίματος;
Τραβώ γραμμές στον μηρό μου κάθε πρωί πριν σηκωθώ απ' το κρεβάτι.  Σαν φυλακισμένος μετρώ τις μέρες μου μ' ένα ξυράφι απελπισμένου κοριτσιού.  Λένε οι ειδικοί πως χρειάζομαι νέες νευρικές συνάψεις, άσκηση και διατροφή.  Μα εγώ σκέφτομαι τα αυτοκόλλητα κρεμαστάρια πίσω από την πόρτα.  Το πουρί της λεκάνης.  Τον δρόμο με τους κάδους ανακύκλωσης.  Το σπασμένο ράφι στο ψυγείο κι ότι θα χρειάζεται πάλι απόψυξη.  Το δικτυωτό μπαλκόνι και το καινούργιο αποτύπωμα στο κρεβάτι.  Τα έρημα ρούχα μου.  Στο τελευταίο συρτάρι.  
Οι νύχτες είναι ήσυχες μα το ξημέρωμα, με το πρώτο φως ξεκινάω πάντα την ραπτική.  Περνάω με μπεταντίν το καθαρό δέρμα.  Γράφω τη γραμμή της ανατέλουσας μέρας στο μηρό, κι ύστερα με μια καμένη βελόνα ράβω επιδέξια το καινούργιο άνοιγμα.  Κοιτάζω μετά τα χτεσινά ή κάποια παλιότερα ράμματα, σκαλίζω άτσαλα και σπάζω μερικά και με τα λερωμένα χέρια μου σκεπάζομαι και βυθίζομαι στο προηγούμενο, το καθεβραδινό μου όνειρο.  

Σε ποιον ανήκει το βάθος αυτού του χρόνου;
Σκάβω το στομάχι μου και το φτυάρι βαθαίνει τόσο που δεν υπάρχει πια ενδεχόμενο φωτός ή επιστροφής.  Λένε οι φίλοι πως είναι λάθος η κατεύθυνση.  Κι εγώ παρακαλώ να είναι λάθος γιατί τα χέρια μου μόνο στο βάθος αυτό συντονίζονται κι αλλιώς τρέμουν.  Δεν μιλάω στη βροχή ούτε την ακούω πια.  Δεν μυρίζω τον άνεμο.  Τα μάτια ξεθώριασαν.   Το καινούργιο μου παλιό βασανιστήριο εφαρμόζω.  Μιλάω στον εαυτό μου κι είναι τα λόγια μου δάχτυλα λερωμένα που σπάζουν ράμματα και χώνονται να δροσιστούν σε παλιές και νέες πηγές.
Το κινέζικο προξενείο, μια στάση άχαρη, ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα αισθήματα, φαρδιοί δρόμοι απλόχωροι, έχει συνήθως παγωνιά στο στομάχι μου, έχει συνήθως πέτρες στα πόδια μου, πρέπει να πάρω το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ-λαμπατέρ στο κομοδίνο μου, μα που να το πάω;  Που να το παρκάρω;  Η Πλάτωνος με ρωτάει αν έκανα αυτοσυντήρηση; Πόσος καιρός, πόσο μελάνι, σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; 



Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Ο στίχος

Το δέντρο φυτρώνει στο στήθος
Ο στίχος φυτρώνει στο στήθος
Το δέντρο χυμάει προς τον λαιμό
Ο στίχος χυμάει προς τον λαιμό
Το δέντρο απλώνει κλαδιά που μπλέκονται στα μαλλιά
Ο στίχος απλώνει κλαδιά που μπλέκονται στα μαλλιά
Το δέντρο φουσκώνει και ξεφουσκώνει στο στήθος
Ο στίχος φουσκώνει και ξαναφουσκώνει στο στήθος
Το δέντρο πνίγεται στον ιδρώτα
Ο στίχος πνίγεται στον ιδρώτα
Το δέντρο είναι χρυσό και πλατινένιο, δεν φθείρεται
Ο στίχος είναι χάρτινος και μπακιρένιος, σακατεύεται
δώσε μου πίσω το δέντρο μου
να σου δώσω κι άλλο στίχο, κι άλλο στίχο


Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Ελάχιστες ιστορίες - Ο Στέφανος Κνότος εξοστρακίζεται

Ο Στέφανος Κνότος οδηγεί τα πρωινά, πάνω σε γυάλινα φώτα.  Έχει ένα κίτρινο αυτοκίνητο, πολύ αργό, κι όταν πατινάρει πάνω σε φέτες του φωτός, νιώθει πως για λίγο χάνει επιτέλους την πρόσφυση κι έτσι δικαιώνεται ο χρόνιος, άδικος μόχθος του και η τριβή της λίμας του πάνω στα λεία πια ελαστικά.  Κλείνει τότε τα μάτια του κι αφήνεται.

Γεννήθηκε και έζησε, μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, νομάς. Θυμάται τον εαυτό του για λίγο, πολίτη μιας άλλης χώρας, από της οποίας τα σκοτάδια και το λευκό, βίαια εκδιώχθηκε.  Δεν τον ήθελε κανείς εκεί και πάνω σε σπασμένα τζάμια γράφαν όλοι το όνομά του και του το δίνανε απ´ όπου περνούσε, ώσπου μια μέρα η μάνα του του είπε: «Τέλος! Ως εδώ ήτανε! Φύγε! Δεν σ’ αγαπάω πια...»

Τώρα οδηγεί το αμαξάκι του στην καινούρια χώρα που ´χει δρόμους ρευστούς, απαστράπτοντες, τυφλωτικούς και ανθρώπους με ασαφή περιγράμματα, δέρματα απείρως ελαστικά, κι αντί για μάτια κόγχες κενές.  Τα πάντα είναι λουσμένα στο φως και χάνονται μέσα του χωνεμένα.  

Εκείνος, πιλότος Νάγκελ Χάρμπορ, ονειρεύεται τα βράδια βροχές, και νεκροταφεία πολυτελείας, και βιβλιοπωλεία, βιαστικά σκοτάδια και την μακρινή του γραναζόχωρα.  Ονειρεύεται και την αγκαλιά της μάνας του και το μικρό του σώμα ένα κουβαράκι, έναν μικρό κόμπο χωμένο σε αριστερή εσοχή, σαν του υδράργυρου ή του έρωτα το θαύμα να ανυψώνεται.


Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Ο φράχτης

Σε έχω περιφράξει με σύρμα αγκαθωτό
και δεν μπορώ να μπω, και δεν μπορώ να 'ρθω,
μπορώ όμως να σε δω.

Σε έχω περισώσει με πάθος περισσό
και, δεν μπορώ να πω, βαθιά σε συντηρώ, 
και θέλω να σε βρω.

Σε έχω καθελκύσει με σύρμα αγκαθωτό
και δεν μπορώ να δω, μπορώ όμως να πω,
δεν θέλεις να σε βρω. 

Σε έχω καθηλώσει με πόνο περισσό
κι απ' το πηγάδι αυτό, ούτε μπορώ να πιω, 
ούτε και να πνιγώ. 


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Οι μάστορες

Όταν βλέπω τα μαστόρια της πέτρας
με τα βαριά, πρησμένα χέρια τους,
με τα ματσακόνια, τις σκόνες, τις ραγισματιές,
να δουλεύουν τον θνητό μύθο, σκέφτομαι εσένα.

Και λέω, να ήσουν εσύ ο πετράς κι εγώ η πέτρα;
Να με δούλεψες σιγά-σιγά, σπάζοντάς μου τις άκρες;
Στο καλέμι σου, αυτό με τα δόντια, να με ακούμπησες
και να μου μάσησες τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό σου ήταν το βελονάκι, για την κάθε μικρή λεπτομέρεια;
Κι αυτή την εύπλαστη πέτρα εσύ την μετασχημάτισες
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη σου,
ή μήπως σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;

Και λέω, να ήμουν εγώ ο πετράς κι εσύ η πέτρα;
Να σε δούλεψα σκληρά, σκληρά σπάζοντάς σου τις άκρες;
Στο καλέμι μου, και σε αυτά τα δόντια μου, να σε ακούμπησα,
και να σου μάσησα τις γωνίες και τα περισσεύματα;
Δικό μου ήταν το βελονάκι για την κάθε σου μικρή λεπτομέρεια;
Κι αν ήσουν εύπλαστη πέτρα εσύ, που σε μεταμόρφωσα 
από βουνό σε στολίδι διακόσμησης στον φράχτη μου,
ή σίγουρα σε υποστήριγμα αόρατο σε ξερολιθιά;


Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Η οσμή

Στην καινούργια μου γραφή συμπυκνώνω τα γράμματα
έτσι ώστε οι λέξεις να καταρρέουν στον πυρήνα τους.
Τα παλιά νοήματα υποχωρούν στο παρασκήνιο 
γίνονται τεθλασμένες γραμμές χρώματος 
κι οι προτάσεις ευθείες που τις κοιτώ από μακριά 
σαν αποτέλεσμα ριπών σε πεδίο βολής. 

Στην καινούργια μου γραφή δεν γράφω, ζωγραφίζω 
στο χαρτί, για να κρύβω πιο βαθιά της, το άρρητο.
Τα παλιά σύμβολα κατεδαφίζονται και τα υλικά
προωθούνται σε παλιατζήδες για να πεταχτούν 
ή να χρησιμοποιηθούν πια σε νέες μορφές, 
ολόκληρα, σπασμένα, ή αλεσμένα από μηχανές κιμά. 

Στην καινούργια μου γραφή, μιλώντας για ο,τιδήποτε
σκιτσάρω ένα δέντρο, μια βάρκα, μια πιθανότητα.   
Φέρνω τα γράμματα πιο κοντά, ενώνω τις λέξεις, 
χωνεύω τις τελείες, ρίχνω τα κόμματα σε έναν πολτό
που αν τον πάρεις στα χέρια σου και τον στύψεις, 
στο έλαιό του θα με βρεις να επιπλέω χωρίς οσμή.  


Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Λευκή τρύπα

Προσπαθώντας να συνδυάσω 
το αιχμηρό με το γλυκό
συνθλίφτηκα. 
Πριονίδια στο πάτωμα, 
γυαλιά σε σκόνη, 
απομεινάρια ρινίσματα και ρανίδες. 
Σύγκρουση συντριπτική 
με ευγενείς προθέσεις. 
Κι αν ο σκοπός της ήταν η υπόκωφη ταχύτητα,
κι αν προτίθετο το αδιαχώριστο,
κι αν προφασίστηκε 
μια αξεδίψαστη πληγή
και το παλιό εν είδει λαβίδας 
για την κοινωνία της κοινής σάρκας, 
σχάση το τελικό αποτέλεσμα
και μια λευκή τρύπα 
που δεν θα τη διαπεράσει τίποτα πια. 


Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Η μεγάλη στολή

Ύστερα φόρεσες ένα φύλλο συκής
κι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.
Έσφιξες με τα μπράτσα σου το στήθος και τα πλευρά σου.
Με τις γροθιές σου υψωμένες προστάτευσες το χαμόγελο,
το πρόσωπο.

Τα πόδια σου κουράστηκαν να φέρνουν το κουλούρι και τον εσπρέσο.
Τα δάχτυλά σου κουράστηκαν να στολίζουν τα μαλλιά μου.

Φόρεσα κι εγώ την μεγάλη, αγκαθωτή στολή, με τα παράσημα.
Έτοιμος και για γάμο και για κηδεία, ό,τι ήθελες.
Και κηδέψαμε πολλά. Πάρα πολλά. 
Κι έμειναν ακόμα πιο πολλά ακήδευτα.


Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Τη Ρώμη

Πρέπει να κόψω τον Ισθμό,
κι είναι αυτό ένα έργο μεγάλο. 
Αιώνες κυκλικών πλεύσεων με σακάτεψαν. 

Πρέπει να κάψω και τη Ρώμη.  
Την αιώνια πόλη.  Ό,τι πιο όμορφο στον κόσμο! 
Πρέπει να κάψω τη Ρώμη.  


Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Το όχι τόσο καινούργιο

Αν κάνω πολλά χρόνια να σε δω
θα 'ναι σαν να σε βλέπω πρώτη φορά
κι ίσως αυτό προσφέρει μια λύση
στο πληγωμένο μου δράμα.

Δίπλα στο αλίχτισμα ένα λαϊκό λαχείο κλήρωσε 
τη νύχτα μαξιλάρι αγκαθωτό ανάμεσά μας. Το δέχτηκα. 
Φορούσες μαύρα γάντια όταν με άφησες στο κρύο,
και μύριζε ο λαιμός σου χέρι ξένο.  
Τι την ήθελες, έρμε, τη φωτογραφία στον σταθμό;

Από τότε ψάχνω την συνάρτηση που θα μου δώσει
μια νέα γέννησή μου.  Ωστόσο,
βράζεις ακόμα μέσα μου, κοχλάζεις, χύνεσαι, καις. 
Αποφάσισα να βγάλω τα μάτια μου.  
Τους πιο πιστούς προδότες. 
Να τα στείλω να επισκευαστούν στο κοντινότερο ναυπηγείο. 

Κι εσύ που θέλω να πεθάνεις αμέσως, που θέλω
να χωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου,
τώρα έρπειν τολμάς να γελάς μ' όλα σου τα ψεύτικα δόντια 
αστραφτερά απ' το καινούργιο σπέρμα.  


Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Κουτί

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Μπορεί να είναι μια αποσκευή στον έλεγχο του αεροδρομίου. 
Μπορεί και το παράθυρο ενός τρένου.
Μπορεί να είναι το μελάνι που κρύβεται σ' ένα μικρό τετράδιο. 
Μπορεί και το τετράδιο σκέτο, άδειο.  

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Μπορεί να είναι ένα ρολόι σ' έναν κουρασμένο καρπό.
Μπορεί και ο παφλασμός της θάλασσας. 
Μπορεί να είναι η ψάθινη καρέκλα ενός καφενείου. 
Μπορεί και το κάστρο της Νυρεμβέργης. 

Ένα κουτί πόνου είναι ένα κουτί πόνου. 
Κράτα το στα χέρια σου.  Κούνησέ το.  Άνοιξέ το αν θες!  
Μπορεί να είναι ένα χάδι.  Που δόθηκε.  Που δεν δόθηκε. 
Μια αγκαλιά την ώρα που κάποιος ξεσπάει σε κλάματα.  
Παρηγορητικής αδιαφορίας εγγύητητα. 
Μπορεί κι η ασφαλής απόσταση του τέλους.  

Όπως και να 'χει, ένα κουτί πόνου έχει δέρμα και μαλλιά. 
Ακόμα κι αν το ανοίγεις, και το κοιτάς, και δε βλέπεις
παρά μόνο ένα άδειο κουτί.  


Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Τι πάθος ατελείωτο, ατελείωτο...(Μ.Β.)

Αυτή η σιωπή μου ξεσκονίζει κάθε παλιά πληγή.
Αυτή η πλατιά παρένθεση στο πρόσωπό σου
που 'χει σηκώσει τα χέρια εκστατικά στον ουρανό. 
Τύμπανα χτυπούν σκοπούς ομφαλοσκοπικούς.
Τα μάτια. Αχ, τα μάτια, τρις ισόβια!  
Δηλητήρια στον πρωϊνό καφέ.  Τα δόντια.
Τι έφταιξα;;  Ποιος ξεγέλασε την καλή μου μοίρα;
Κάθε μέρα κι αυτή κι εγώ μαζί σ' αυτόν το θάνατο. 

Αυτή η πληγή με εκδικείται για κάθε παλιά σιωπή. 
Τρύπα με. Σαν κραυγή εγκατάλειψης "λαμά, λαμά;"
που κανείς δεν απαντά.  Τα χέρα κομμένα στη γη. 
Τρομπέτες τρυπούν τσιρίδες τύμπανα και κοχλίες. 
Να μην ακούω.  Τις λέξεις σου.  Την γειτονίτσα σου. 
Τα κύτταρά σου.  Τον Γιόβιτσα και τον κάθε τυφλό,
την Αμερική, την νύχτα εκείνη που έσπασα στα δύο. 
Ξεφλουδίζομαι στην άκρη του προσώπου, του χρόνου.  
Μαρτύρισα και πλήρωσα όλα μου τα αρχαία χρέη.  

Μα είμαι κι εγώ εδώ.  Έζησα. Έσφαλα. Ευστόχησα. 
Κι αν έπλεξα το σάββανο του πατέρα σου,
με χίλια πλεχτά κορμιά πάνω μου, κάτι κρυμμένο μέσα 
περιμένει, όπως ο Άργος, να πεθάνει στα πόδια σου. 
Κάτι κρυφό μέσα μου περιμένει, ναι κι εσύ Εύμαιε! 
κράτα με να αναλυθώ σε κλάματα λύτρωσης στα χέρια σου.  
Κάτι βουβό περιμένει, να σου πλύνω τα σκονισμένα πόδια
εγώ που σε μεγάλωσα, ναι, και να στα φιλήσω.  
Κάτι πικρό περιμένει να ξεμπλέξω τον μέγιστο μύθο σου, 
να σκοτώσεις τους μνηστήρες μου, και να με ξαναγαπήσεις.   


Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Το δέντρο

Ζωγράφισα ένα δέντρο
πάνω στο στήθος σου.
Δέντρο χρυσό
με κορμό ασημένιο.
Να σε κρατάει δροσερό το καλοκαίρι.
Στο κρέμασα από λεπτή αλυσίδα.
Να σε βαραίνω ανεπαίσθητα.

Φριχτό δέντρο.
Φριχτά κοιτάζει τώρα
το απέναντι στήθος σου.

Ζωγράφισες ένα σπίτι
πάνω στο στήθος μου.
Σπίτι μισό. Χωρίς πόρτα.
Δίχως κλειδί. Απροσπέλαστο.
Το δέχτηκε η ολιγάρκειά μου.
και το ξεσκόνιζε όπως μπορούσε.

Μετακόμισες από κει
κι εγώ τώρα πρέπει να το βάλω
σε ένα άλμπουμ
με ψεύτικες φωτογραφίες,
δίπλα σ’ εκείνη τη θάλασσα
που τη νόμισα κάποτε ολόκληρη δική μου,
μα δεν είχα ούτε ένα της βότσαλο,
ούτε ένα κύμα.


Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Φιλμ νουάρ

Η νύχτα, μια απαλή κουβέρτα, σκεπάζει τρυφερά τις μέρες μας.
Με τα ψέματά της νανουριζόμαστε και με το πρόσωπό μας
στραμμένο στον ζεστό χειμωνιάτικο ήλιο. Λέμε θα 'ρθει!
να τηνε έρχεται η άνοιξη! μια άνοιξη! κάτι με φως, τέλος πάντων...

Η νύχτα, μια δεινή θεότητα,
διακόπτεται από την ταχύτητα ενός μαύρου λαστιχένιου θηρίου,
που μας εκτινάσσει λίγα δευτερόλεπτα πιο μπροστά, λίγα κλάσματα πιο γρήγορα,
στο υπόλοιπο της νύχτας,
σχίζοντας το βαρύ της πέπλο, ένα βελούδο πυκνό, ζεστό,
μια απλωμένη αυλαία στιβαρή,
μακρυά,
τουαλέτα μοιραίας γυναίκας,
με πλουμιστό ντεκολτέ, με μαύρα διαμάντια, με μαύρα χρυσά, με μαύρα γάντια
κι έναν ωραίο κότσο ατσάλινο,
που δένει στο πίσω μέρος του κεφαλιού, που το στολίζει, το αθανατίζει,
προβάλοντας τον φονικό λαιμό. Προφίλ απόλυτη λεπίδα.
Ποιος τολμά να αμφισβητήσει τέτοιο μαύρο;

Ένα αγόρι από κερί, μένει να κοιτάζει, σε κάτι που μοιάζει με πρόβολο,
κάτι που μοιάζει με μοναχικό σανίδι πάνω από το άπειρο.
Δεν είναι αγόρι. Είναι η σκιά του παλιού στο μπλε.
Είναι ένα φιλμ νουάρ για κυρίους με ρεπούμπλικες και περίστροφα.

Η νύχτα, μια σερνάμενη γριά, μας γνέθει στα τραχιά της δάχτυλα.
Κανείς δε μας πιστεύει πια. Νήματα της μηχανής των χεριών της.
Νύχτα τη λένε.
Μας ακύρωσε. Μας διέγραψε. Μας μάσησε.
Ενσωμάτωσε την όποια ανάμνησή μας
σε ένα κανσόν που θα πλαισιώνει ήδη κάποιο ξένο φεγγάρι.


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ελάχιστες Ιστορίες - Το παγκάκι

Όποιος κάθεται σε αυτό το παγκάκι, έξω από αυτή την γκαλερί, κάτω από το δέντρο, κάθεται για να κλάψει.  Κοιτάζει απέναντι τα πολύχρωμα ταμπλώ.  Κοιτάζει πέτρες να εξέχουν των τελάρων.  Κοιτάζει ένα ζευγάρι τουριστών που περνούν αγκαλιασμένοι.  Πίσω του το κόκκινο ζαχαροπλαστείο και κάτω του τα παλιά πλακάκια.  Είναι διάβαση αυτός ο χώρος, αυτό το ελάχιστο σημείο;  Ποτίζεται το δέντρο και υπάρχει.  Μαζί κι όλα τα υπόλοιπα τριγύρω που ανθίζουν χάρη στα μάτια του.  

Όποιος κάθεται σε αυτό το παγκάκι, έξω από αυτή την γκαλερί, στη μύτη της μητρόπολης, κάθεται για να καεί.  Κοιτάζει απέναντι τα γκρι κράσπεδα. Κοιτάζει τα περιοδεύοντα φώτα.  Έναν μόνο, περίεργο, κι ένα σκυλί που δε το σέρνει κανείς.  Μέσα του η φωτιά που ξεκίνησε εκεί, καίει ακόμα, ανεξέλεγκτα.  Ειναι διάβαση αυτός ο χώρος, αυτό το ελάχιστο σημείο;  Φλέγεται το δέντρο και υπάρχει.  Μαζί κι όλα τα υπόλοιπα τριγύρω, που απανθρακώνονται χάρη στα μάτια του.  

Όποιος κάθεται σε αυτό το παγκάκι, έξω από αυτή την γκαλερί, το σιδερένιο παγκάκι, κάθεται για να συντριβεί.  Κοιτάζει δίπλα του κάτι σπασμένο από παλιά. Κοιτάζει τα μαύρα ποτάμια του. Τις άδειες του κρήνες.  Μια παρηγορητική απάθεια που στάζει σαν χαλασμένη βρύση. Όποιος κάθεται εδώ, σ' αυτή τη σιδηρά παρθένα, σηκώνεται χωρίς γόνατα.  Είναι ένας χώρος αφαίρεσης.  Ένα σημείο αλέσματος.  Μια μηχανή συνθλίψεως.   Φύγαμε από 'κει μείον ένας;  Ή δύο;  


Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Το πληκτρολόγιο

Η καρδιά μου τρέχει.  Τρέχει.
Βιάζεται να χτυπήσει όλους τους χτύπους που της αναλογούν.
Να εκτελέσει τον ρυθμικό ρόλο της στην παραφωνία της ζωής μου. 

Τα μάτια μου τρέχουν.  Τρέχουν. 
Βιάζονται να κλάψουν όλες τις λύπες που τους αναλογούν. 
Να εκτελέσουν τον παρηγοριτικό ρόλο τους στην κωμωδία της ζωής μου. 

Τα δάχτυλά μου τρέχουν.  Τρέχουν.  
Βιάζονται να γράψουν όλες τις ασήμαντες ιστορίες της γκρίνιας μου.
Να εκτελέσουν τον διαχειριστικό ρόλο τους στην τραγωδία της ζωής μου. 


Αυτόπτης

Μου είπες

δεν πρέπει να σε θυμάμαι έτσι.
Λάθος χρώμα έβαλα στα μάτια σου.
Δεν κρατούσαν τα χέρια σου δυνατά
μια άγρια θάλασσα, ένα νυστέρι,
μια χάρτινη σακούλα με φτηνό σούσι.


Μου είπες

δεν πρέπει να σε θυμάμαι έτσι.
Έκανα λάθος στα μαλλιά σου.
Δεν σχημάτιζαν τα πόδια σου σταθερό
ισοσκελές τρίγωνο, δύο τομές βαθιές
στις κρυφές πτυχές των πλευρών μου.


Μου είπες

δεν πρέπει να σε θυμάμαι έτσι.
Λάθος ουσιαστικό φρόντισε το στήθος μας.
Δεν περπατήσαμε με το αίμα μας,
δε βρήκαμε με το δέρμα μας
στη μέσα τσέπη της νύχτας το φως.


Μου είπες 

να μη σε θυμάμαι έτσι.
Έκανε λάθος η όσφρηση.
Δεν ανέβηκες από τα επιθήλια στο φαιό.
Δεν είναι οριστικό το αμετάκλητο.

Αλλά εγώ…είμαι αυτόπτης, αυτήκοος, αυτόσφρης…

Και 'συ ποιος είσαι εσύ, που θα μου πεις πως να θυμάμαι;!


Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Η νέα σκόνη

Αυτός ο κόσμος, αυτή η αντήχηση,
ο σωρός των χρωματιστών σκιών,
σκονίζεται με την σκόνη της κάθε μέρας,
Σε ένα ράφι ακουμπισμένο το λιγοστό
σκονίζεται κι αυτό μοναχό,
θλιβερό σουβενίρ, μάταιο ενθύμιο 
ενός μεσημεριού δίπλα στην θάλασσα,
μιας γοτθικής εκκλησίας, 
ενός κόκκινου πλεκτού, 
μια πορτοκαλάδας με ανθρακικό, 
ενός λιμανιού, μιας μαντινάδας. 

Μ' ένα βρεγμένο πανί στην αρχή
μ' ένα φτερό για τα πιο επίμονα μόρια
μήπως και γυαλιστεί ό,τι έμεινε
κι ό,τι δεν έγινε
κι ό,τι κουβαλήθηκε ως εδώ.
Με ένα φτερό,
με μισό σώμα,
με κάτι λιγότερο τέλος πάντων. 
Κι αύριο πάλι 
να γιορτάσει η νέα σκόνη.


Το νόμισμα

Είναι πολλαπλά πληθωρισμένο 
το νόμισμα αυτής της χώρας.
Δισεκατομμύρια στο όμορφο πρόσωπό...
μηδενικά.  
Στο περίπτερο πριν 
ίσα που μπόρεσα να αγοράσω 
μια περσινή εφημερίδα,
να καταλάβω τι έγινε. 

Γεμάτη η τσέπη μου
με βαραίνει,
καθώς προχωρώ πάμφτωχος 
στους άδειους δρόμους. 
Κρύο, βροχή, ερημιά, 
κι όσες κόπιες του προσώπου 
και να κάψωδεν ζεσταίνονται 
τα δάχτυλά μου.


Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Εύλογο

Έμαθα ότι χιόνισε, από τρίτους.
Έμαθα για την πόλη μας. Πως χιόνισε.

Ύστερα έμαθα και τα υπόλοιπα.

Κλείσαν οι δρόμοι, κι εγώ δεν ήξερα.
Δεν πετούν τα αεροπλάνα. Δεν ήξερα.
Ύστερα έμαθα και τα υπόλοιπα.

Η καρδιά μου τρέχει όλο και γρηγορότερα.
Και δεν το ξέρεις.

Πως γίνεται;


Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Το σαλιγκάρι

Όλο το βράδυ ένα σαλιγκάρι περπατούσε στην πλάτη σου.
Ένας μικροσκοπικός Μαγγελάνος χαρτογραφούσε στα σκοτεινά.
Η πλάτη σου έγινε ένα δέντρο που φύτρωσε και θέριεψε στην κοιλιά μου.
Ύστερα το σαλιγκάρι το ξερίζωσε βίαια και το πήρε μαζί του. 

Το κατάπιε. 

Όλο το βράδυ ένα σαλιγκάρι τυφλό διάβασε την πλάτη σου. 
Είδε όσα δεν μπόρεσα να δω.  Έμαθε ό,τι δεν κατάφερα να μάθω.  
Η πλάτη σου έγινε ένα κύμα που φούσκωσε και αγρίεψε στην κοιλιά μου.
Ύστερα το κύμα έσπασε στο στήθος μου και με πήρε μαζί του.  

Με κατάπιε. 


Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Ελάχιστες Ιστορίες - Οκτώ ποτήρια Vinsanto

Οκτώ ποτήρια Vinsanto ήπιαμε εκείνο το βράδυ.  Καλύτερα να μας άφηνε το μπουκάλι, είπε η στεγνή σερβιτόρα.  Ο κυματισμός σου ασύγχρονος και τα πόδια σου δεμένα στο τσιμέντο.  Ήταν κίτρινο το κόκκινο σε όλο τον κόσμο.  Δεν είχε απομείνει σταγόνα αίμα στη Γη.  Παραμόνο στο Vinsanto που ακόμα πιο επίμονο από σένα, έσταζε.  Ένα ακόμα, κι άλλο ένα.  Είχε κρύο.  Ανάμεσα απ' το στήθος σου κι απ' το στήθος μου.  Το Σινικό Τείχος.  Kι εσύ να τρως με αμείωτη ένταση, και όρεξη πολλή, το κάτω μέρος της Ιταλίας.  Βάλαμε δέκα τραπέζια ανθρώπους να πνιγούν σε μία λίμνη.  Τους φώναξα ανεβασμένος στην καρέκλα μου:  "Ακούστε! Είπε ναι!"  Αλλά αυτοί είχαν δει τα μαύρα πανιά.  (Δεν είχα ξεχάσει να τα αλλάξω.  Όχι.  Το χρώμα τους αστόχησα, κι έλεγα: "μνήστητί μου".)  Λυπημένοι βουτούσαν ο ένας μετά τον άλλον στο πηχτό σκοτάδι της, και πάνε όλοι.  Κανένας μάρτυρας της αφέλειάς μου δεν έμεινε αχάλαστος.  Πως μπλέκει όμως κανείς το άσπρο με το μαύρο;  Το ναι με το όχι;  Το δυνατό με το αδύνατο;  
Οι πλάκες αυτής της πόλης είναι παλιές και πάντα ολισθηρές.  Ποιος γελά και ποιος κλαίει καθώς πατινάρουμε πάνω στο γκρι τους;  Στα κρύα και στα χιόνια γυρίζω ξυπόλυτος.  Πόσο μεγάλη είναι πια αυτή η πλατεία;  Την περπατήσαμε χίλιες φορές πάνω-κάτω, απ' άκρη ως άκρη.  Στη μία μεριά στάθηκε η Αγία Δυάδα.  Στην άλλη δυο άστεγοι παγωμένοι.  Ο ένας νεκρός.  Δεν έχω άλλη αναπνοή.  Αντί για μέλι γεμίσαν πάγο οι κυψέλες των πνευμόνων μου.  Τον σπάω με το στόμα, με τα δόντια μου, αλλά δεν προλαβαίνω να μασάω.  Τρίβονται και τρίζουν και συνθλίβονται οι πάγοι αλλά πιο πολύ και πιο γρήγορα τα δόντια.  Πιο πολύ.  Κι ύστερα τελειώνουν τα δόντια...η αναπνοή.  
Νωρίτερα, το μεσημέρι, κάθησα απέναντι από μια εκκλησία.  Στην ζωγράφισα μα δεν την είδες.  Ξύλιασαν τα δάχτυλά μου να γράφω γράμματα σε ένα τεχνητά παλαιωμένο σημειωματάριο που μου είχες πάρει τον καιρό που είχε νόημα να σου γράφω.  Ακατάσχετες λέξεις.  Σύμφωνα και φωνήεντα, κυρίως φωνήεντα, για τα παλιά, τα καινούργια, και όλα τα υπόλοιπα που δεν εφευρέθηκαν ακόμα γράμματα γι' αυτά.  Μ' έναν ήλιο που απάλυνε το διατρητικό κρύο.  Που ξεγελούσε, όπως κι εσύ αργότερα το ίδιο βράδυ.  Και ήρθα στο ραντεβού στο γνωστό βιβλιοπωλείο για να στο χαρίσω και να φύγω.  Μα δεν βάσταξα.  
Ένα σύννεφο σκίζει την κοιλιά του στην απέναντι βουνοκορφή.  Είναι ένα πελώριο κήτος που κινείται στον ουρανό, κάπου μακρυά από το οπτικό μου πεδίο.  Πληγωμένο κι αδιάφορο.  Δεν βρέχει, όπως τότε.  Έχει όμως το ίδιο κρύο.  Ακούω τα διπλά βήματα στην έρημη πλατεία.  Βλέπω τους μεθυσμένους, τους άστεγους.  Ακούω ένα στέρνο να ραγίζει.  Ακούω το κρύο. Την ησυχία αυτού του πολύβοου τόπου.  Ακούω και τα λόγια που απομαγνητίσαν το άπειρο.  Και σταματώ να ταξιδεύω πια με την σπασμένη πυξίδα μου.   


Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Τροπικό

Ενώ ακόμα...,
τρυφερά,
πορνογραφικά,
αστεία, 
σκληρά,
γλυκά, 
διαστροφικά, 
ονειρικά,
ατελείωτα, 
παρά τα τέλη αυτού του κόσμου.


Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Πορτοκαλί

Τρεις λωτοί.

Ένας για τον ακρωτηριασμό της μνήμης.
Τόσο χρώμα
να μη μπορεί να διατρήσει του δέρματός μου την αντίσταση. 

Ένας για τον ακρωτηριασμό του αισθήματος.
Τέτοιο σώμα
να μη μπορεί να διατρέξει του τραύματός μου την αναφορά. 

Ένας για τον ακρωτηριασμό του πόνου.
Τόση νοστιμιά
να μη μπορεί να διαβάλει του σώματός μου την στέρηση.  

Τρεις λωτοί. 
Το άνθος και η σάρκα τους. 
Ακόμα το κρίμα αντιστέκεται.  


Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Η άλλη

Περπατάμε στην Παραλία οι τρεις μας
Απόψε με τη βροχή και τον αέρα στην πλάτη μας
Ένα άδειο, αχανές, πεδίο απλώνεται μπροστά μας
Κι είναι δική μας αυτή η έκταση μέχρι το τέλος της

Κι ενώ εγώ ανασαίνω γρήγορα
Η μία βρέχεται και γυαλίζει
κι η άλλη σιωπά

Περπατάμε στην Παραλία οι τρεις μας
Απόψε μας χαρίστηκε απλόχερα μια ουτοπία
Μια ερημιά που διακόπτεται από μια μοναχική ομπρέλα
κι ένα ζευγάρι στριμωγμένο κάτω απ´ την αγάπη της
Κι είναι δική μας αυτή η ερημιά μέχρι το τέλος της

Κι ενώ εγώ ανασαίνω βαριά
Η μία αφήνεται στον αέρα
κι η άλλη σιωπά

Περπατάμε στην Παραλία οι τρεις μας
Απόψε μας πηγαίνουν τα πόδια μου και η καρδιά μου
Ένα ατέλειωτο λιβάδι από νερό και πέτρες, ένα ποδήλατο
Άδεια παγκάκια, παραταγμένα μας περιμένουν

Κι ενώ εγώ ανασαίνω πικρά
Η μία χτυπιέται από τα κύματα
κι η άλλη σιωπά

Απόψε και πάντα σιωπά


Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Μάρκος Ιούνιος

Στην πλατεία Καρλς,
ακριβώς στο κέντρο,
υπάρχει μια μαύρη τρύπα.

Έφτασε προχτές στο χείλος της,
ο Νοέμβριος Καίσαρας,
ο τελευταίος αυτοκράτορας μιας Ρώμης,
να παράσχει στους Μοναχούς
άρτο, οίνο, και θεάματα.

Τιμήθηκε πρώτα από την πόλη,
σε κλίμα πανηγυρικό και επίσημο,
στην ιταλική παροικία.
Tου φόρεσε μάλιστα ο δήμαρχος χρυσό στεφάνι
κι ένα δαχτυλίδι με όλα τα ρουμπίνια
της καρδιάς του.

Αφού έφαγε, ήπιε το κρασί του Αγίου, 
και ευφράνθηκε,
ξεκίνησε στεφανωμένος, με την κουστωδία του,
για την αρένα της πλατείας.
Στάθηκε ο Νοέμβριος Καίσαρας
στο κέντρο της.

Άπλωσε το χέρι του και φάνηκε
στον τρυφερό πήχη,
σε τατουάζ στραβό, άκαιρα, 
λάθος τοποθετημένη
η αγκύλωσή του.
Λαμπρός καλλιτέχνης του πνεύματος,
αγνώστων λοιπών στοιχείων,
τη φιλοτέχνησε με θωπείες και χάδια,
την κύκλωσε μάλιστα
να ‘ναι περίκλειστο το κίβδηλο.

Άπλωσε λοιπόν το χέρι του, 
να βλέπουν καλά τα εκστατικά πλήθη 
τον τεντωμένο αντίχειρα και είπε:
ας αρχίσουν οι αγώνες...

Μονομάχοι και μη, μελλοθάνατοι όλοι μας, 
σταθήκαμε ένας-ένας στο χείλος της αβύσσου,
- στο κέντρο της πλατείας Καρλς,
με αγωνία στα μάτια,
καλπάζοντα άλογα στην καρδιά,
με τα τύμπανά μας παλόμενα,
με τον ιδρώτα μας να στάζει,
χειμώνα καιρό με κρύο ως τα κόκκαλα -
και περιμένουμε τα γυρίσματα
αυτού του κουτσού ρολογιού
που σχηματίζει ο δείκτης του.


Αλλά εμένα με λένε Μάρκο Ιούνιο!
Είμαι ο εγγονός του Λεύκιου Ιούνιου,
σφαγέα Βασιλέων!
Είμαι ο γιος της Σερβιλίας, εγγονής του Σερβίλιου,
σφαγέα τυράννων! 
Κρατώ στους ώμους μου ολόκληρη τη Ρώμη!
Φιλόσοφος, ποιητής, Δον Κιχώτης.
Ένας λαμπρός δημοκράτης
που προσεύχεται σε θεούς που δεν πιστεύει,
να βρει δύναμη να κόψει το χέρι της ύβρεως αυτής,
σύριζα,
απ’ τον ώμο.


Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Φωτόνιο

Η ομορφιά σου με τιμωρεί.
Μια φωτογραφία κοφτερή.
Τελετουργική τομή.
Απ’ άκρη σ’ άκρη.  O τρόπος.
Που χαμηλώνεις το βλέμμα.
Με τα μαλλιά σου ποτάμια.
Κύλιση.  Μαύρη.  Ορμητική.
Σιωπηλή.  Πονάνε τα μάτια μου.
Μου κλέβεις.  Kάθε μέρα.
Λίγο χρόνο ακόμα.
Η πόλη κυλάει.  Η νύχτα στέκεται.
Ξεκλείδωσες την αγάπη.
Απ’ τα κάγκελα της γέφυρας.
Από τη μέση της πλατείας.
Τη μέση όλου του κόσμου.
Δίπλα στη βιτρίνα με τα βιβλία.
Φωτόνιο πλαισιωμένο.
Στο βάθος το πεδίο.


Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

Τοπογραφία

Μετά την έκσταση
πιο καίρια ένταση
της αγκαλιάς
η στέρεα γη.

Ευφάνταστη απόδειξη.
Το όλο χωράει στο μερικό.
Να κρυφτεί το παιδί.
Να γελάσει το αγόρι.
Να κοιμηθεί ο άνδρας.

Μετά τη θέωση
πιο τέλεια έκπτωση
της αγκαλιάς
η άφταστη γη.

Ακλόνητη απόδειξη.
Το χάος κατάπιε το ένα. 
Να εκτεθεί το παιδί.
Να σπαράξει το αγόρι. 
Να αφανιστεί ο άνδρας. 


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Απόπροσανατολισμοί

Τώρα το γάλα της συκιάς θα με ποτίζεις 
απ' τη βρύση του στήθους σου.
Mη με αγγίζεις άλλο.  
Μόνο εγώ θα σ' ακουμπώ,
μέσα απ' το τραύμα, 
μέχρι το ανάπηρο φτερό.

Λίγη σκουριά, απ' το καρφάκι
που είχα καρφώσει στον τοίχο σου,
μάζεψες και μου σερβίρεις στο τραπέζι 
της Κυριακής, πριν φύγεις.

Από τότε ουρλιάζει, ουρλιάζει. 
Μ' ένα άχορδο, ανοιχτό στόμα που χάσκει 
κλειστό, σαν από λύπη μεγατόνων.
Στον άσπρο τοίχο σου ουρλιάζει. 

Θα ψάξω τον ήλιο σε κάποιο μπαλκόνι
παλιό ή νέο.
Ένα νησί, ένα λευκό ξωκλήσι, μια θάλασσα,
κάτι πιστευτό.  
Το φως με το γαλάζιο να συμφωνήσουν.    


Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Μικρή αγγελία

Παλιός νέος, μόνος, κουρασμένος, αναζητά σώμα να ρίξει στην πλάτη του.


Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Η ξανθή κοπέλα

Αυτή την Κυριακή είμαι μια μαύρη γραμμή.
Τα τεντωμένα βλέφαρά μου αντέχουν λίγη ακόμα αναμονή. 
Δεν είναι αναμονή.  Επιμένω.  
Κι αυτό το βράδυ θα είναι μια στενή σκάλα.  
Η άκρη ενός τοίχου, μια ανύπαρκτη πόρτα. 

Πίνω όλα τα αναψυκτικά του ψυγείου.
Η πορτοκαλάδα είναι μια κοπέλα ξανθιά, 
με σπαστά μαλλιά και κόκκινα μάγουλα. 
Τα άσπρα δόντια της ανθρακικό, 
μπλέκονται μέσα στα δικά μου,
κι η γλώσσα της ζάχαρη, 
αναμιγνύεται με το σάλιο μου.

Γράφω ένα δαχτυλίδι στον παράμεσο.  
Η Κυριακή είναι χρυσάφι κρεμασμένο στον λαιμό μου, λίγο ακόμα. 
Δεν είναι μέταλλο.  Όλκιμο χρώμα. 
Κι εγώ ένα μείγμα ελατό, που στο μονόχρωμο του πολτό επαφίεται.
Το αρνητικό μου θα εκτυπώσω σε γυαλιστερό στυπόχαρτο. 


Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

Μετάθεση

Η μορφή σου επιμηκύνθηκε. 
Αποκολλήθηκε από την πραγματικότητα 
και ξεκίνησε να αιωρείται. 
Άρχισες να μου μιλάς από άμβωνος, 
γρανίτης, για τον γρανίτη. 
Σε άκουσα με φρίκη ευλαβική. 
Σύρμα το σύρμα, αγκάθι το αγκάθι, 
ντροπή τη ντροπή, λάθος το λάθος. 
Με χάραξες με το σημάδι του Κάιν, 
να μη μπορεί να με σκοτώσει
καμία αγάπη καινούργια. 
Μα εγώ δεν σκότωσα 
ούτε εσένα αδερφή μου, ούτε το μύθο σου.
Κι αυτό το πρωθύστερο που τώρα μ' αδικεί, 
αύριο θα σε δικαιώσει.  


Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Η φωτογραφία, ακόμα.

Αυτή η χώρα καλύπτεται ολόκληρη από τη θλίψη.
Συννεφιασμένη επικράτεια παρακολουθεί την βέβαιη πιθανότητα της βροχής.
Μια χώρα ολοσχερώς ξεθεμελιωμένη.  Με την απώλεια πλήρως εξορυγμένη. 

Θα φτιάξουμε έναν καινούργιο κόσμο απείραχτο.
Από αυτόν τον κόσμο θα είναι αφαιρεμένη η μονάδα που έφτιαχνε τον παλιό. 
Το ένα, πριν από τα πολλά μηδενικά. Το όλον ανάμεσα στα τίποτα.  

Αυτή η χώρα είναι δαδί που καίγεται απ' άκρη σ' άκρη.
Το κρατάμε στα χέρια μας σφιχτά. Καίγονται κι αυτά, απ' άκρη σ' άκρη. 
Στάχτες τα χέρια μας, τα μαλλιά μας, τα μάτια μας.  Ενθαλπία σανίδα. 

Θα φτιάξουμε, ένα σύστημα με κέντρο νέο ήλιο.
Ενώ κανείς μας δεν ξέρει πως να υπάρχει σε έναν κόσμο χωρίς τον παλιό.  
Ποιος θα κατοικήσει τη νέα Γη;  Πως θα πάει εκεί;  Κανείς μας δε ξέρει.  

Αυτή η χώρα καλύπτεται ολόκληρη από τη λάσπη.
Ριμαγμένη επικράτεια, γκρι ζέση, φθινοπωρινή έρημος απροσπέλαστη. 
Ο παλμός είναι του δρομέα των εκατό. Ο δρόμος κλειστός. 

Θα φτιάξουμε ένα καινούργιο σύμπαν αχάλαστο. 
Με τις εναπομείνασες ρανίδες και με τα ξύλα και τις πέτρες εκείνες
της παραλίας με τα κύματα, με τους αέρηδες, με τις σκιές φτερών.  


Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Το παραπέτασμα

Η γοητεία αυτής της κυκλικότητας
Της ίδιας βόλτας σ' ένα κέντρο που χαράζεται
από μεταλλικές γραμμές,
από γοτθικά ρολόγια,
από μυρμήγκια και βιβλία,
από πέτρες παλιές κι ανανεούμενες βιτρίνες,
των ίδιων πέντε μαγαζιών.

Ύστερα να βρέχει θάλασσες,
να γίνεται απροσπέλαστο το μικρό ιταλικό
με την θλιβερή διακόσμηση.
Η στεγνή σερβιτόρα, το παραγεμισμένο ψωμί,
ένα hugo κι ένα prosecco, ένα κινητό, 
μια παρανόηση αστεία,
γιατί να φεύγουμε απογοητευμένοι;  
Θλίψεις επαναληπτικές.  

Ήρθε πίσω απ' το Τείχος και με κουβάλησε 
ένα μεταλλικό κουτί από το 1980.
Το στενόχωρο διαμέρισμα ακόμα παλιότερο.  
Χωνευμένοι μέσα του από το '60
να σκαλίζουμε 
ιστορίες προγόνων.  
Να γονατίσω στη λεκάνη,
να τρίβω με τα κόκκαλά μου
να φύγει η σκουριά από ανάμεσά μας.
Να πετάξω το περιττό, 
να καθαρίσω τη σκόνη 
μήπως γυαλίσουμε όπως παλιά.
Διώξε κι εσύ τα αχρείαστα στρώματα.  Ποιος θα ξαπλώσει;
Δώσε χώρο στο χώρο σου. Ποιος θ' ανασάνει;

Πνιγήκαμε ανάμεσα σε γλάστρες,
σιωπές αχρείαστες, 
κραυγές αχρείαστες.  
Κανείς να μη μιλάει πια. Πνιγήκαμε.
Περπατάμε πάνω σε χώματα και κοπριές.
Πινέζες, συνδετήρες, post-it, σκόνες, χαρτιά, πνιγήκαμε,
κι ένα δίχτυ σαν συρματόπλεγμα τεμαχίζει το πεδίο μας,
ματώνει τα μάτια μας, πνιγήκαμε.

Ένα σύμπαν ανοιχτό, επεκτεινόμενο,
τριάντα τετραγωνικά συμπυκνούμενο,
που τα περιλαμβάνει όλα και δεν χωράει τίποτα.
Ένα σημείο μηδενικού όγκου, 
για τους όγκους του ενός, για τις φρίκες του άλλου,
για τα κρυμμένα και των δυο,
για κείνη την πόρτα που θα μπορούσε να είναι ανοιχτή.
Θλίψεις εξακολουθητικές.  

Το σκίτσο αποκαθηλώθηκε.  Τα πορτραίτα κι αυτά.  
Είπες перестройка.  
Το πράσινο παραμένει.  Αλλά πλέον δε σημαίνει. 
Είπα гла́сность‎.  
Και καθήσαμε πίσω από ένα νέο σιδερένιο παραπέτασμα.