Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Τα αγάλματα

Όταν βαφούν τ’ αγάλματα
χάνουν την αίγλη τους. 
Οι σφετεριστές του παρελθόντος 
αντί της τελικής ρήξης 
κοιτούν τους ανάποδους οδοδείκτες, 
χτίζουν ναούς για τους αποξεχασμένους,
προσεύχονται στο τετελεσμένο.
Τα παλίμψηστα παρελθόντα, 
αχρωμάτιστα, 
κρατάνε παιδιά στα χέρια τους,
κροτούν,
αλαλάζουν τα νέα μάτια τους.  

Όταν βαφούν τ’ αγάλματα

δεν είναι πια κλασικά. 
Στιλπνοί βίοι χορεύουν σαν νέοι
στα έκπληκτα χέρια βιογράφων.
Ανασκευασμένη φιλαυτία 
ετεροχρονισμένη ενάργεια 

στην κορνίζα που άλλως χωρούσε 
μια ζωή ελάχιστη. 
Ολόκληρα άνυδρα πεδία 
- ω! άβαφα αγάλματα -
φωτίζονται, σαλεύουν, ποτίζονται 
ως και τα δειλινά της μάτια.



Η ζωγράφος

Ζωγράφισε έναν πίνακα.
Για κάποιον.
Τον ξανακοίταξε. Καρικατούρα.

Ζωγράφισε έναν πίνακα.
Να τον χαρίσει.
Κανείς δεν τον δέχτηκε. Καρικατούρα.

Ζωγράφισε έναν πίνακα.
Έβαλε όλη τη ζωή της.
Τον ξανακοίταξε. Καρικατούρα.

Ζωγράφισε έναν πίνακα.
Για όμορφα μάτια.
Τον διόρθωσε. Καρικατούρα.

Τραγούδησε ένα τραγούδι.
Για το πανάρχαιο ψέμα.
Το διόρθωσε. Το ξανατραγούδησε. Καρικατούρα.



Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Ο πύργος

Απόψε επιτύχαμε νέα ύψη
Έπειτα γονατίσαμε στο πάτωμα
να προσκυνήσουμε την θέα
και τον τρόμο τους.


Πρωτόγονοι,
με ξύλα και πέτρες,
με ασύνδετους αρμούς,
κατορθώσαμε πες
ακόμα λίγα μέτρα.
Κι είδαμε από κει...
Είδαμε όμορφα πράγματα.

Όμως δεν άντεξε το ύψος του
το αυθαίρετο.
Φυσάει δυνατός αέρας.
Τρίζουν τα φτενά θεμέλια.
Αλλού ετοιμόρροποι τοίχοι.
Αλλού παράθυρα που χάσκουν
ξεχαρβαλωμένα.
Κούφια πατώματα.
Ελαττωματικά υλικά.
Τρέμει η προχειρότητα.
Τρέμουν τ´ αδύναμα γόνατά του.
Ακούγονται οι στριγκλιές των χόνδρων του
που ουρλιάζουν λίγο πριν την σύνθλιψη
και οι οξείς ήχοι των τενόντων που σπάνε
σαν κλωστές που μετράνε αντίστροφα.


Απόψε επιτύχαμε νέα ύψη
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα γαντζωμένοι
στα μαλλιά μας οραματιζόμαστε
μια πτωτική λύση.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Το σχήμα

Η μάνα δεν είναι ο άνθρωπος.
Είναι η μάσκα του.
Η μάνα είναι ένας άνθρωπος
χωρίς το ρούχο του.
Πετάει από λουλούδι σε κλαδί
και γκρεμοτσακίζεται.

Το σχήμα της φύεται ως περίγραμμα
και δεν ευδοκιμεί παρά σπανίως.
Μέσα του σκύβει ο άνθρωπος.
Κοιτάει,
εκρήγνυται.
Η μάνα τρεις γραμμές κλειστές
κι ότι χωράνε
μάνα δεν είναι μα μονάχα
λίγο χώμα και αέρας και νερό,
σχεδόν ασχημάτιστα.

Μια άδικη διαδοχή.
Μάνα πατέρα,
Ξεδοντιασμένα τοτέμ,
η πρώτη λέξη τους
συγγνώμη αν είναι άνθρωποι.
Κι ας είναι η τελευταία του παιδιού
- όταν πεθάνει η μνήμη
κι αναστηθεί η επιθυμία -
η συγχώρεση.

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Οι όμορφες πέτρες

Νύχτα πάλι.
Είναι η ώρα που βάζεις το πρόσωπο της θλίψης μου.
Ξαπλώνεις εδώ δίπλα και ψιθυρίζεις.
Λεπτό σουσάμι ρέει απ´τις άκρες των δακτύλων σου.
Τα κόκκινα νύχια ματώνουν το ζυμάρι.
Άλλες φορές ένας φάρος σε μιαν άκρη του κόσμου
και ο αέρας γύρω του φυσάει
φυσάει σήμερα.

Γυάλινα βάζα του καφέ κοιλοπονούν.
Το στόμα μου εγκυμονεί, γεννά
και καταπίνει αλλεπάλληλα παιδιά.
Αυθάδικα πρόστυχα παιδιά.
Τολμηρά.
Εκρήγνυνται στο στομάχι μου.
Παιδιά ή πέτρες.
Εσύ κάτι χαϊδεύεις με τα χεράκια σου.
Παιδιά ή πέτρες.
Κι αυτές;! Πόσο εύπλαστες! Πόσο συγχωρητικές!
Σαν παιδιά
Σπας όσο θες, όπου θες. Κι αν δε σου κάνει το πετάς.



Ο σκύλος

Ένας σκύλος στέκονταν μόνος του.
Μόνος κοιτούσε κατά την πόλη.
Κοιτούσε μόνος την πόλη.
Ρωτούσε: τι κάνουν το Σάββατο οι άνθρωποι;
Δεν έκλαιγε.
Κοιτούσε αμίλητος.

Ένας σκύλος έβαλε το παπιγιόν του.
Μόνος περπάτησε στον δρόμο.
Κοιτούσε μόνο τους ανθρώπους
με το εκκρεμές του κεφάλι. Τάχυνε το βήμα.
Δεν έκλαιγε.
Κοιτούσε αμίλητος.



Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Αντί

Την πιο βαθιά απόχρωση
του χρώματος
Ένα αστραφτερό πινέλο
Η πλάτη
Καμβάς
Βαφή αντί για κοπή
Βαφή
Κυριακή
Αναγραμματισμένη κραυγή
Με κανένα ρήμα
Με χωρίς κίνηση
Ή ανάσα
Μόνο με προσωπικές αντωνυμίες
Αβάσταχτες
Πινελιές
Λεπτομερείς
Παντοδύναμες
Ως μνήμες
Και ως φαντασίες
Στην κατάληξη
της λέξης του
Κρυμμένο τέρας
Κρεμασμένη μύγα
Στο υπέροχο δίχτυ του



Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Δύο

Όλο το βράδυ μου λέγες έναν στίχο
σαν ρεύμα εναλλασσόμενο
η ελεημοσύνη του κι ο ουρανός του
ανθίζαν σ’ ένα λουλούδι δίλεκτο

Ψέμα αλήθεια εκκρεμές σιωπηλό
βάρβαρο λίκνισμα ασαφής πρόθεση
τη νύχτα στ´ αφτί μου τραγουδάς
κι η ανάσα σου τέμνει το μαύρο

Περίεργες συμπτώσεις δροσιές της κόλασης
η αγάπη σου απαγγέλει με βαθιά φωνή
σαλεύουν οι λεπτοί κορμοί των δέντρων
περαστικοί σηκώνουν τους γιακάδες

Στο άθλιο μπαρ του χρόνου πότες κι αλκοολικοί
λιώνουμε το συκώτι μας ο ήλιος μας κρύφτηκε
φέγγεις μονάχα εσύ με μια λέξη στα δόντια
που πιο βαθιά τίποτα δε με φώτισε ποτέ



Λούπα

Λερναία ύδρα
μεγαλώνει ακατάσχετα
προς κάθε κατεύθυνση
Με σταθερό πυρήνα
σε λούπα
Με χίλια κεφάλια
ίδια κι απαράλλαχτα
Και χίλιες παραλλαγές
σε λούπα
Δεν μίλησε ποτέ
σε κανέναν
τα λογύδρια του μονάχα
απήγγειλε
στο εκάστοτε ακροατήριο
αδιαφορώντας
για το ακροατήριο
απήγγειλε
τα λογύδρια του
με τα χίλια του πρόσωπα
τα όμοια
και καμία
πράξη
γεναιότητας
έστω λειψής
δεν έπραξε κανένα τους
μόνο άσκοπες
λέξεις εξέφερε
σε λούπα

Να πάρω το μπλε
και το κόκκινο χάπι
Να μαραθουν
οι χίλιες κεφαλές
να φυτρώσουν στη θέση τους
χίλια λουλούδια
ακέφαλα
Να πνιγούν οι θάλασσες
Να λιώσουν οι στεριές
Να γευτώ
το άχρονο
το ατέλειωτο
το αχρωμάτιστο
το άλογο
Να θρυμματιστεί ο κύκλος
και κάθε άλλο τέρας

Ερωτηματικό

Ποιος εαυτός μου σ´ αγαπαει
και ποιον αγάπησες;
Ποιος σε μισεί;
Ποιος σ’ ερωτεύτηκε;
Ποιος σε σκέφτεται
και ποιος σε ξέχασε;
Ποιον αντικατοπτρισμό μου
φαντάστηκες εσύ
και ποιον εγώ απόψε
που γέμισε η νύχτα
υγρούς καθρέφτες;

Ποιος εαυτός σου δέχεται
την φιλεύσπλαχνη αδιαφορία μου;
Οι τροχονόμοι
μαζεύουν ηρωικά
τις απορίες σου
σ’ όλη την πόλη
Ανοιχτοί δρόμοι
να μη σταματά πουθενά
η πομπή
με τα χαλασμένα όνειρα.
Κι εγώ με πονεμένους
κροτάφους
να ψάχνω στα σκουπίδια
κάτι σκόρπια τραμπουλόχαρτα
όμοια με τον λόγο μου.
πόσο ακόμα
να καίει το φως μου άφωτο;

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

...νηπενθές τ᾽ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων (δ221)

είναι ο κόσμος της
ένας κόσμος βιασμένος,
αφημένος να τον εγκυμονεί

ο δικός του φόρτωμα
λιμνάζει στα πόδια
γίναν πέτρες, έμεινε

ο κανίβαλος μέσα του
τελειώνει το γεύμα του
ξεπρόβαλε απαιτητικά

πήρε στο άρμα του
το σώμα και το σέρνει
γύρω απ΄ τα ψηλά τείχη

ένας άνθρωπος
κουρασμένος
μια λύπη παιδική που

κάθε φορά που κλαίει
χρεώνει το νερό
στον παλιό ανεμόμυλο

ακάματη μέλισσα
συνέλεξε και χώνεψε
κιλά μέλι πικρό

ένας κουτσός
με δυο πόδια ολόκληρα
ανεπίδεκτα βαδίσματος

γνώστης της γκάμας
των θλίψεων του
σπασμένου κόσμου

θέλησε να κερδίσει
κάποια αθανασία
στην συνείδηση τους και

πληρώνει τώρα ζωνεκρός
ακούει, γράφει, αναπνέει
τρώει, κοιμάται, πενθεί.


Ελάχιστες Ιστορίες - The mall

Μάρκαρε έναν διάδρομο έξι επί πενήντα. Έβαλε αμφίπλευρα μαγαζιά με βιτρίνες φωτεινές. Πολύχρωμα αντικείμενα. Χαρούμενες πωλήτριες. Ένα καφέ. Είπε θα ζήσει εκεί. Τριακόσια τετραγωνικά. Κόσμος να πηγαίνει και να ´ρχεται. Αποφάσισε να βηματίσει σε αυτή την αρένα για όσο χρειαστεί. Ένα ξύλινο άβολο παγκάκι να ξεκουράζει το παλιό κορμί για το λιγότερο δυνατό. Ένας καφές ή ένα σάντουιτς στο πόδι. Κι ο ακούραστος κι ο κουρασμένος βηματισμός ασταμάτητος. Δεν επέτρεψε στον εαυτό καμία πολυτέλεια. Της στάσης. Της χαράς. Της ξεκούρασης. Της λύπης. Όλα τα πλήρωσε.  Μέχρι δεκάρας. Με άπειρα βήματα σ' έναν φωτεινό διάδρομο γεμάτο ρεκλάμες, στρας, βιαστικούς ανθρώπους, πωλήτριες, και τα βράδια μονάχα ερημιά. Γερνούσε πάνω στα αυτόματα πόδια. Γερνούσε και μίκραινε. Κουβαριάζονταν στο σώμα ενός γερασμένου παιδιού. Φοβόταν όλο και πιο πολύ. Πήρε να ξηλώνει την μπλούζα. Έφτιαξε πετονιά. Έβγαλε με μια τανάλια τον κυνόδοντα. Πάντα περπατώντας, τον έδεσε στην άκρη του νήματος για αγκίστρι. Κι άρχισε να ψαρεύει στο πηγάδι που φύτρωσε στο κέντρο του κύκλου. Κάθε μέρα πιο γυμνό το σώμα. Κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά το αγκίστρι. Τελειώσαν οι κλωστές. Δεν τέλειωνε το βάθος. Κι όλο κατέβαζε το δόντι. Κι όλο γυμνωνόταν. Αν κάποιος έκανε μια σούμα της βόλτας, θα ήταν θόρυβοι, γυαλισμένα παράθυρα και μυρωδιά άζαξ, μουρμουρητά περαστικών, σιωπή μακρά, αγωνία για την κανονικότητα, συντονισμός με τον πόνο, ξηλωμένα σώματα, βγαλμένα δόντια, αίματα στα γυαλισμένα πατώματα. Τα παπούτσια λιώσανε. Τα πόδια λιώσανε ως τα γόνατα, μα εκεί. Να επιμένει. Δεν έμειναν πια πόδια. Κι ύστερα με τα χέρια βόλταρε μηχανικά γύρω γύρω μέχρι που ξέφτισαν οι καρποί και οι αγκώνες κι έμεινε σε μια γωνία να κοιτάζει μέχρι που ξέφτισαν τα μάτια.