ξανάζησε το παραμύθι της πληγής της
Κοίταξε στον καθρέφτη της την φθορά
και στον πυρήνα της την αντίφαση
Βιάζεται τώρα
και παλινωδεί από τότε
κρύβοντας ένα παράπονο
στο πίσω μέρος των ματιών της
κι ένα πρόσωπο
κι ένα πρόσωπο
στο πίσω μέρος του προσώπου της
Ξημέρωσε η πίκρα και δε λέει να νυχτώσει
Κι εκείνος ψάχνει έναν τρόπο
να ξανακατοικήσει την γλώσσα της
Πουλιά χαμένα στον δρόμο του νότου
Ο χρόνος τους μια σπασμένη πυξίδα
Τα πλευρά τους πονούν
Τα βλέφαρα κουβαλούν την πέτρα
Τα εξιλαστήρια σώματα οπλίζονται
Λίγο-λίγο πέφτουν και τα φύλλα
Αύριο, μεθαύριο
μον' οι κορμοί θα μπουν στον χειμώνα
για να ξοδευτεί - επιτέλους -
κι αυτό το προνόμιο της φαντασίας