Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Αποδείξεις

Πέταξα όλες τις αποδείξεις της παιδικής μου ηλικίας. 
Δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα μου ήταν χρήσιμες. 
Αδυνατώ πια να πείσω οποιονδήποτε 
πως κάποτε υπήρξα κάτι αλλο. 
Κάτι όμορφο, ευγενικό, κάτι ζωντανό. 

Ίσως και να μην υπήρξα.


Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Σεισάχθεια

Εδώ δίπλα στην πολύχρωμη εγκατάλειψη.
Όλοι μαζί, ο καθένας μόνος του χαμένος.
Τίποτα πιο ισχυρό από το έρμα μας.

Ακίνητοι στην καρδιά των καταιγίδων.
Η ισχυρή μας ρίζα θα μας καταστρέψει.
Τα καρφωμένα χέρια μας δεν θα αντέξουν το βάρος.

Δουλοπάροικοι της μάνας μας.
Της παρακμής του πατέρα μας κληρονόμοι.
Του εαυτού μας παιχνίδια.
Του καιρού μας ασήμαντη σκόνη.

Χιλιάδες χρόνια στην πλάτη μας.
Και δεν κουνήσαμε ούτε μια πέτρα.

Ψάχνουμε τους καινούργιους συνδυασμούς λέξεων
που θα περιγράφουν τις ίδιες απελπισίες.
Ψάχνουμε το κλειδί της ανύπαρκτης κλειδαριάς,
του ανύπαρκτου δωματίου.
Ψάχνουμε με αυτιστική μονομανία.
Ωωωωχχχ ψάχνουμε χρόνια τη λύση.

Ανανεώνουμε τακτικά τα αδιέξοδά μας.
Τα συντηρούμε επιμελώς και ύστερα ξεσπούμε πάνω τους.
Ωχ εμείς που επιμένουμε να κουβαλάμε όπου πάμε το τέρμα μαζί μας.

Τι κούραση αλήθεια!
Τι σπατάλη...


Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

«Εν τω Μηνί Αθύρ»

Έπεσε στα χέρια μου ένα παλιό χειρόγραφο του παππού.
Σακατεμένο από τη δικαιοσύνη του καιρού 
κι απ´ τα χαϊδέματα του χρόνου.  

Μια ερωτική επιστολή που δεν εστάλη ποτέ. 

Έλεγε, 
δεν ξεχωρίζω και πολλά, 
τα παρακάτω... 

"Είναι παρηγορητικό για ´μένα να γνωρίζω ότι ... εσύ.  
Ότι βρι... κάπου στον κόσμο και κινείσαι κι αναπνέεις. 
Δε με νοιάζει που εμείς οι δύο δεν .... ποτέ. 
Όταν ξαπλώνω στο μαξιλάρι μου μ´ ανακουφίζει να νιώθω πως κάπου περπατάς. Κάπου .... Κάτι ονειρεύεσαι." 

Κι ύστερα οι λέξεις πιο αραιές σαν πληγές πάνω στο σώμα του χαρτιού·
"Το κορμί σου...
              κουβέντες ατέλειωτες... 
       θυμάσαι που...
Μου ´λεγες τότε πως..."

Λέξεις κρατημένες σφιχτά με τα δάχτυλα. 
Γράμματα καρφωμένα με τα μάτια να μη φύγουν. 
Βρεγμένα και ξαναστεγνωμένα παράπονα. 

Πιο κάτω μια τελείως σβησμένη υπογραφή. 

Είναι ανυπόγραφες οι μεγάλες αγάπες. 

Ο καημένος ο παππούς. 
Θυμήθηκε άραγε πότε πως κάποτε αγάπησε πολύ;


Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Γέφυρες

Έτσι λοιπόν θα πρέπει να το παραδεχτώ.
Είσαι η προσωποποίηση της ήττας μου. 

Χάλασα για χάρη σου όλα μου τα εφάπαξ. 
Ξόδεψα συντάξεις κι αποταμιεύσεις. 
Γκρέμισα γέφυρες. 

Κι όπως κάθομαι τώρα μεθυσμένος
στην άκρη του δρόμου, 
αναλογίζομαι πως ενώ έκαψα σπαρτά
κι αχρήστευσα πηγάδια,
πάλι δεν κατάφερα να σ´ αποκτήσω. 

Μάλλον μαζί με τις γέφυρες 
γκρέμισα κι εσένα. 

Κι έτσι έφτασα με ασφάλεια 
στο λάθος μέρος.
Εφησύχασα.
Και κοιμήθηκα ξανά ίδιος κι απαράλλαχτος
σα να μη σ´ είχα γνωρίσει ποτέ. 

Και μπράβο μου.  


Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Τι θα πει

Αποχωρίζομαι θα πει, πως ντύνω το παιδί
και τρέχω να τ´ αφήνω να μένει μακρυά.
Αποχωρίζομαι θα πει, ανταλλάσσω αγάπες 
και βάζω στο ζύγι, αποχωρίζομαι είναι συμβόλαιο. 

Μνήμη και άνθη στολισμένα μνημεία, θυμάμαι. 
Μνήμη και άνθη στα μνήματα των λαθών, ζω. 

Απόηχος ανάσας χτεσινής η μοναξιά. 
Ό,τι απέμεινε στους τοίχους απ´ το γέλιο. 
Σφίξιμο φιδιού στο λαιμό, ως να ξανάρθει,
πάλι για να φύγει, αποχωρίζομαι να πει. 

Μνήμη θα πει συνήθεια. Εφαρμοσμένη απώλεια. 
Μνήμη και κυκλικοί κλονισμοί επαναλαμβανόμενοι. 

Αφήνω θα πει, γελάω κλαίγοντας μπροστά της
και με απόγνωση, εγκαταλείπω, θα πει αφήνω.
Αφήνω θα πει, στο κενό της αθωότητάς της τρυπώνω 
ύπουλα, θα πει και αφήνω με τη μικρότερη μνήμη.  

Θυμάμαι σημαίνει μια τρύπα αφήνω ανοιχτή.  
Θυμάμαι μπορεί και να σημαίνει αφήνω. 


Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Κεριά

Ο ήχος του κεριού που καίει 
στη σιωπηλή εκκλησία με κοίμησε. 
Ήταν η εποχή εκείνη που κάρπιζε 
το αίμα του Χριστού,
στους δρόμους,
κι εγώ έβγαινα να δρέψω βεβαιότητες 
κι αδυναμίες κρεμασμένες στα παράθυρα. 

Λεπτές κλωστές, ηρωικά ξέφτια,
κάποτε κρατούσαν το μέλλον. 
Τώρα παραδομένες κι αυτές
στη βορά του δεδομένου,
χάσκαν παράθυρα ξεχαρβαλωμένα. 
Σε πετρόχτιστο σπίτι. 
Κάποια χρονιά του περασμένου αιώνα. 
Χίλια εννιακόσια είκοσι οχτώ νομίζω διαβάζω,
στο αγκωνάρι αριστερά της εισόδου. 

Και μπήκα. 

Λίγα δοκάρια ξύλινα και θέα ανεμπόδιστη,
πια,
στη θάλασσα την άπειρη.  

Άπειροι κι εμείς όταν ξεκινούσαμε,
χτιζοντας με ζήλο νεοφώτιστου,
να αψηφίσουμε το πολύ και το μεγάλο. 
Αλίμονο. 
Κι αυτό, που δεν καταλαβαίνει από αθωότητες,
κι από όνειρα παιδιάστικα,
μας συνέθλιβε. 

Δίπλα, 
λίγα χρόνια πιο κάτω, 
ο μεγάλος ανεμόμυλος,
με κρατημένο πάντα ένα ειρωνικό τέμπο. 

Έχεις προσέξει πως τραγουδά
το κερί που καίγεται στο μανουάλι;
Από κάτω άμμος. 
Των κεκοιμημένων δούλων Σου
τα έργα και οι ημέρες και οι πράξεις και οι αμαρτίες. 
Μια βάση από κόκκους ασημαντότητας.
Και μετά ο επόμενος
Και ο επόμενος
Και η επόμενη. 
Φιλόξενη, ευμετάβλητη και σταθερή η βάση. 
Έτοιμη να δεχτεί νέα μελωδικά ή παράφωνα κεριά. 
Δίκαιη με όλα τους. 
Μπορείς να την εμπιστευτείς. 

Αποκοιμήθηκα στο άβολο στασίδι,
γοητευμένος από τη χορωδία των καιομενων κεριών. 
Με ξύπνησε η μυρωδιά ενός που σώθηκε 
και σβήνοντας 
με παρακαλούσε να μιλήσω για την ασήμαντη ιστορία του.


Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Δάφνις και Χλόη

Θέλω να μένω σε μια οδό που την λένε Χλόης
με μια κοπέλα που θα τη λένε Δάφνη. 
Το σπίτι θα έχει κήπο και στόμα για να αναπνέει.  
Η κοπέλα θα είναι ανθισμένη όλο το χρόνο. 
Τα καλοκαίρια θα τρώμε ζεστό ψωμί με τυρί και ντομάτα ώριμη. 
Τα βράδια θα χορταίνουμε με αντιπαραβολές, με επιβεβαιώσεις και μοντελισμό. 
Οι μέρες θα ´ναι γλυκές σαν κλάματα ανακούφισης. 
Θα τις ντύσουμε με βελούδα μπλε και γκρενά παπιγιόν. 

Θα μεγαλώνει το σπίτι μας σαν το δέντρο. 
Στην οδό Χλόης, θα το ποτίζει ένα αγέραστο κορίτσι από μετάξι κινέζικο. 
Θα ´χει κι η ίδια ρίζα βαθιά στη γη όπως ο μύθος. 
Θα αγαπά τα χρώματα και τις γλυκόπικρες γεύσεις. 
Θα ´χει ήσυχα κύματα στη φωνή της και θα ´χει κλάψει ατέλειωτες χειμωνιάτικες βροχές.
Θα την λενε Δάφνη και θα ειναι ένα ισοσκελισμένο δαιμόνιο καινό. 
Θα στηρίξει το κέντρο του βάρους μου κι όποτε εγώ θα ταλαντεύομαι αυτή θα μου κρατάει τη μέση. 

Θα με αφήσει να πεθάνω, όταν της το ζητήσω. 
Σπίτια, κορίτσια και αγάπες, δεν είναι για χόρταση. 


Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Πρωταπριλιάτικο

Μια σειρά κολώνες κυματίζει στην εθνική. 
Περιβόλια μ´ ανθισμένες ροδακινιές. 
και γκρι χιλιόμετρα κυκλωτικά. 

Αλλάζει ο μήνας κι ωριμάζει η άνοιξη. 
"Πρόσεξε μη σε κοροϊδέψουν" μου λες. 
Μα είναι πλέον αργά. 

Ακουμπάω ελαφρά το χέρι μου στο γόνατό σου. 
Το πρόσωπό σου αλλάζει συνεχώς μορφή.
Γίνεσαι γυναίκα παλιά, προγονική, 
γίνεσαι αθώο κορίτσι, γίνεσαι μωρό. 

Μόνο η σημερινή σου εικόνα δεν είσαι,
όπως συντρίβονται στα μάτια μας, 
περιβόλια μ´ ανθισμένες ροδακινιές, δρόμοι,
παλιές και νέες μορφές κι εικόνες από πεπραγμένα μέλλοντα. 

Θα σε αφήσω στο σπίτι σου. 
Θα πάρω μαζί μου μόνο αυτά που κουβαλώ 
από τα δύο μου χρόνια. 

Ούτε εσύ θα καταλάβεις. 
Θα εχεις συνέχεια δυο άνθη ροδακινιάς
αντί για μάτια, να κοιτάνε,
κι ούτε στο ελάχιστο θα νοιάζεσαι
για εκείνα που περιέγραψαν οριστικά
της μάνας μου τα χέρια. 

Εγώ στα μάτια θα ´χω ψαλίδια. 
Στα χέρια θα κρατώ τα μάτια μου. 
Η καρδιά θα έχει καρφί. 
Η μύτη μου τη μνήμη μου. 
Και στα μαλλιά μου χίλια χρόνια κρεμασμένα χάντρες φτηνές. 

Θα σε ψαλιδίσω. 
Θα σε κοιτάξω στοργικά τεμαχισμένη. 
Με τον κούφιο χτύπο μου. 
Με τον βλεννογόνο της μνήμης. 
Και χάντρα μικρή, χρωματιστή, θα σε κρεμάσω στα μαλλιά μου.