Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Η φωτογραφία, ακόμα.

Αυτή η χώρα καλύπτεται ολόκληρη από τη θλίψη.
Συννεφιασμένη επικράτεια παρακολουθεί την βέβαιη πιθανότητα της βροχής.
Μια χώρα ολοσχερώς ξεθεμελιωμένη.  Με την απώλεια πλήρως εξορυγμένη. 

Θα φτιάξουμε έναν καινούργιο κόσμο απείραχτο.
Από αυτόν τον κόσμο θα είναι αφαιρεμένη η μονάδα που έφτιαχνε τον παλιό. 
Το ένα, πριν από τα πολλά μηδενικά. Το όλον ανάμεσα στα τίποτα.  

Αυτή η χώρα είναι δαδί που καίγεται απ' άκρη σ' άκρη.
Το κρατάμε στα χέρια μας σφιχτά. Καίγονται κι αυτά, απ' άκρη σ' άκρη. 
Στάχτες τα χέρια μας, τα μαλλιά μας, τα μάτια μας.  Ενθαλπία σανίδα. 

Θα φτιάξουμε, ένα σύστημα με κέντρο νέο ήλιο.
Ενώ κανείς μας δεν ξέρει πως να υπάρχει σε έναν κόσμο χωρίς τον παλιό.  
Ποιος θα κατοικήσει τη νέα Γη;  Πως θα πάει εκεί;  Κανείς μας δε ξέρει.  

Αυτή η χώρα καλύπτεται ολόκληρη από τη λάσπη.
Ριμαγμένη επικράτεια, γκρι ζέση, φθινοπωρινή έρημος απροσπέλαστη. 
Ο παλμός είναι του δρομέα των εκατό. Ο δρόμος κλειστός. 

Θα φτιάξουμε ένα καινούργιο σύμπαν αχάλαστο. 
Με τις εναπομείνασες ρανίδες και με τα ξύλα και τις πέτρες εκείνες
της παραλίας με τα κύματα, με τους αέρηδες, με τις σκιές φτερών.  


Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Το παραπέτασμα

Η γοητεία αυτής της κυκλικότητας
Της ίδιας βόλτας σ' ένα κέντρο που χαράζεται
από μεταλλικές γραμμές,
από γοτθικά ρολόγια,
από μυρμήγκια και βιβλία,
από πέτρες παλιές κι ανανεούμενες βιτρίνες,
των ίδιων πέντε μαγαζιών.

Ύστερα να βρέχει θάλασσες,
να γίνεται απροσπέλαστο το μικρό ιταλικό
με την θλιβερή διακόσμηση.
Η στεγνή σερβιτόρα, το παραγεμισμένο ψωμί,
ένα hugo κι ένα prosecco, ένα κινητό, 
μια παρανόηση αστεία,
γιατί να φεύγουμε απογοητευμένοι;  
Θλίψεις επαναληπτικές.  

Ήρθε πίσω απ' το Τείχος και με κουβάλησε 
ένα μεταλλικό κουτί από το 1980.
Το στενόχωρο διαμέρισμα ακόμα παλιότερο.  
Χωνευμένοι μέσα του από το '60
να σκαλίζουμε 
ιστορίες προγόνων.  
Να γονατίσω στη λεκάνη,
να τρίβω με τα κόκκαλά μου
να φύγει η σκουριά από ανάμεσά μας.
Να πετάξω το περιττό, 
να καθαρίσω τη σκόνη 
μήπως γυαλίσουμε όπως παλιά.
Διώξε κι εσύ τα αχρείαστα στρώματα.  Ποιος θα ξαπλώσει;
Δώσε χώρο στο χώρο σου. Ποιος θ' ανασάνει;

Πνιγήκαμε ανάμεσα σε γλάστρες,
σιωπές αχρείαστες, 
κραυγές αχρείαστες.  
Κανείς να μη μιλάει πια. Πνιγήκαμε.
Περπατάμε πάνω σε χώματα και κοπριές.
Πινέζες, συνδετήρες, post-it, σκόνες, χαρτιά, πνιγήκαμε,
κι ένα δίχτυ σαν συρματόπλεγμα τεμαχίζει το πεδίο μας,
ματώνει τα μάτια μας, πνιγήκαμε.

Ένα σύμπαν ανοιχτό, επεκτεινόμενο,
τριάντα τετραγωνικά συμπυκνούμενο,
που τα περιλαμβάνει όλα και δεν χωράει τίποτα.
Ένα σημείο μηδενικού όγκου, 
για τους όγκους του ενός, για τις φρίκες του άλλου,
για τα κρυμμένα και των δυο,
για κείνη την πόρτα που θα μπορούσε να είναι ανοιχτή.
Θλίψεις εξακολουθητικές.  

Το σκίτσο αποκαθηλώθηκε.  Τα πορτραίτα κι αυτά.  
Είπες перестройка.  
Το πράσινο παραμένει.  Αλλά πλέον δε σημαίνει. 
Είπα гла́сность‎.  
Και καθήσαμε πίσω από ένα νέο σιδερένιο παραπέτασμα.  


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Ελένη

Δεν είχε πρόσωπο η Ελένη.
Αν είχε, ποιος θα πολεμούσε γι’ αυτή;
Ποιος ευχαρίστως θα σκοτώνονταν;

Η λινή κι η μεταξωτή Ελένη,
κάθε πρωί φαντάζονταν τη Σπάρτη,
κι όσο ρωτούσε, τόσο τελείωνε ο πόλεμος.

Η ιώνια Ελένη,
κάθε βράδυ ονειρεύονταν τη Σπάρτη,
κι όσο ξυπνούσε, τόσο τελείωνε ο έρωτας.


Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Τα σκαπτικά

Η ψυχρή σου σκιά καταστρέφει την γραμματική μου. 
Του σώματός σου ο απόηχος μου διαλύει το συντακτικό.  
Καμπύλες αμείλικτες διαπερνούν τις λέξεις μου 
και σπάνε τις δομές της γλώσσας. 
Η μυρωδιά σου χώνεται στα γράμματα, 
λυγίζει τις μορφές τους,
σπάει τα όριά τους, 
παραμορφώνει τα σχήματά τους. 
Αυτή η γεύση που δεν παλιώνει, τέμνει τα κόμματα, 
ανατινάζει τις τελείες. 

Μοιάζει τώρα το χαρτί μου με πόλη βομβαρδισμένη 
που περιμένει τις μπουλντόζες και τα σκαπτικά. 



Το περσινό καλοκαίρι

Το περσινό καλοκαίρι αποφάσισες
να ασχημύνεις το πρόσωπο σου,
να κυρτώσεις το σώμα σου,
να πετρώσεις το φιλί σου,
είπες
θα είναι πιο εύκολο έτσι
να χαθείς.

Φέτος πήρες το σχήμα της σιωπής.
Ένα σχήμα οξυγώνιο, απόλυτο, φριχτό.
Τριακόσιες εξήντα μοίρες αναερόβιας, ξυραφένιας, κρυστάλλινης σιωπής.

Με άφησες διαδηλώνοντας για ένα παρελθόν,
σαν να ήτανε το παρελθόν μπετό,
και όχι κάτι που πλάθεται κάθε μέρα στα χέρια μας.

Κι εγώ είπα, είπα, είπα.
Μείνανε μόνο τα άφατα να ασφυκτιούν.
Για το πριν και το επέκεινα
και το τίποτα ενδιάμεσα.

Σε κρύβω λοιπόν σε ένα κουτί
πέρα από κει που φτάνει η γλώσσα,
να μην σε ξαναπεί ποτέ κανείς,
ποτέ μη σε ξανακουμπήσει
του γράμματος η πονηρή αφή.


Φέτος το καλοκαίρι είναι φθινόπωρο.
Δίπλα, αντί για εμάς, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων
λύνει σταυρόλεξα
πάνω από τη θάλασσα.
Γελάνε
πάνω από τη θάλασσα.
Εγώ τρίβομαι στα πόδια τους,
τρώω τα αποφάγια τους,
λίγες άσπρες τρίχες,
ένα πνιχτό γέλιο,
το τρία κάθετα.
Η κυρία καπνίζει και με διώχνει με το πόδι της.
Σε μια γωνία της αυλής,
στη σκιά της φλαμουριάς,
έπαιξα το φύλλο μου και περιμένω,
το επόμενο χέρι, σπαζοκεφαλιά,
μήπως μ’ αγαπήσει ο άνεμος.

Δυο με μαγιό κολυμπάνε στα χαλίκια,
μέλισσες βουίζουν
για μια σταλιά τρυφερότητας,
πριν τ’ άγριο χέρι απωθήσει την ελπίδα τους.

Εσύ που παραπονιέσαι.
Πρέπει, λες,
να οριοθετήσουμε τη θάλασσα.
Να ξεχάσουμε κάθε κόκκο άμμου.
Να σβήσουμε κάθε αχτίδα φωτός,
καρφώνοντας ολόκληρη τη σφαίρα αυτή,
με μια πινέζα με μπλε κεφάλι,
στον πίνακα του χειμώνα.
Οργάνωση. Σημειώσεις. Καθήκοντα. Μαρκαδόροι.
Και τα στάχυα που ξεχάστηκαν;
Ποιος θα φροντίσει γι' αυτά;
Ποιο σπλαχνικό μαχαίρι θα τα κόψει επιτέλους;;;

Τρικάταρτο σκαρί πλησιάζει από τον ορίζοντα
ίσια στη στέγη του σπιτιού μου.
Πονάει τα μάτια μου η τόση ομορφιά
σου ζητώ το ελάχιστο έλεος:
μια στάλα μέλι στο πικρό ταχίνι,
μια γουλιά νερό.
Αλύγιστη βέργα ραπίζεις μάγουλα, παλάμες.
Κι εγώ ελπίζω σε κάποιο αόριστο σημείο τήξης.
Να. Τώρα σηκώθηκε αμμοθύελλα.
Να τιμωρηθούν όσοι μόνοι απόλαυσαν αυτή την ομορφιά.
Κάνω να πιαστώ από τη βέργα.
Τα χέρια πρησμένα αστοχούν.
Τα μάτια κλειστά αστοχούν.
Το στόμα καταπίνει άμμο
η τελευταία υποψία καλοκαιριού,
να καρφωθεί στο στήθος μου.


Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Point of singularity

Έχω μια τρύπα στο μέγεθος του σώματός μου,
στο κέντρο του σώματός μου,
στο πιο γλυκό σημείο μου.

Όταν σ' αγαπούσα, σε κοιτούσα σ’ αυτή την τρύπα,
στο μέσο μου, εντός μου, 
δεν ήμουν λειψός.

Όταν μ' αγαπούσες, κοιτούσες κι εσύ εκεί,
στο μέσο του εντός μου,
νόμιζες δεν είμαι. 


Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

Ελάχιστες ιστορίες - Ros

Έχω μια γάτα που μ’ αγαπάει. Την πήρα από μικρή. Θυμάμαι δίσταζε να πλησιάσει. Έτρωγε λίγο φαγάκι στα κλεφτά. Συνήθως όταν έφευγα από το οπτικό της πεδίο. Ανησυχούσα μήπως δεν τρέφεται επαρκώς. Η αδερφή της πιο ζωηρή. Έτρωγε λαίμαργα και ξεδιάντροπα. Την έψαχνα στους θάμνους, στα χωράφια μη τυχόν και τη φάει κανένα γεράκι.

Ο Ros τα κατάφερε. Μεγάλωσε. Άρχισε να με πλησιάζει. Κέρδισα την εμπιστοσύνη της. Όταν ο πρώτος γάτος της της έσκισε το μάτι, την πήγα στον γιατρό. Είκοσι μέρες την κυνηγούσα για να φροντίσω την πληγή που της άνοιξε. Για μήνες την κοιτούσα στα μάτια. Και κάποια στιγμή, το πληγωμένο μάτι αποκαταστάθηκε.

Ο Ros μεγάλωσε. Έρχεται τώρα και χαϊδεύεται κάθε βράδυ. Μου δίνει την πλάτη της και τον λαιμό της γουργουρίζοντας. Τριγυρίζει στα πόδια μου τρυφερά. Στη διαδρομή για το μπολάκι με το φαγητό της, κάνει πάντα μια μικρή κυβίστηση ευγνωμοσύνης. Την αγαπώ και μ’ αγαπάει. Σκέφτομαι. Όταν πεθάνω θα είναι η πρώτη που θα με βρει, και θα τραφεί από το ζεστό μου μάγουλο.


Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Τυμβωρυχία

Παραδίνοντας τους καρπούς μας στην κορδέλα,
ζητήσαμε συγγνώμη για όση άνοιξη μας δόθηκε.
Φτύσαμε όλο το γάλα, και το αίμα.
Χαρίσαμε και το στήθος μας. Τη γη. Το νερό μας.
Πόση σοφία ακόμα θα ασπρίσει τα μαλλιά μας;
Πόσος σταυρός ακόμα θα κρεμάσει τα χέρια μας;

Συλλύτρια μνήμη,
τρέμω στην ερημιά της αυτοκρατορίας σου.

Μιλάει για πόλεις, χρώματα, νέους ανθρώπους, ενηλικιώσεις.
Κι εγώ εδώ ψήνομαι στον ιδρώτα μου.
Γελάει με τη δύναμη και την σκληρότητα αυτού που δεν αγαπά.
Κι εγώ εδώ χαρακώνομαι χειρουργικά.
Ας είχε τουλάχιστον την ευγένεια της παροχής μιας ολικής αναισθησίας 
προτού αρχίσει να κόβει.

Συλλύτρια μνήμη,
τρέμω στη φρίκη της απανθρωπιάς σου.


Οι άπιστοι

Μιλάνε όλοι για την εποχή της άνθισης
Ο χειμώνας το εύλογο κόστος της. 
Ένα καρφί μνήμης. 
Δηλητήριο που εξασθενεί.

Η άνοιξη μεγαλοπρεπές κάστρο άγνοιας. 
Δριμύ, δίκαιο ψύχος, το καλοκαιρινό φως. 
Μιλάνε κανείς δε λέει για το κενό. 
Ωκεανοί απέραντοι, άδειοι, πόλεις άδειες.  

Διαδοχή κραυγών, ουρλιαχτών, σιωπών, 
σπαράζει τους πυκνούς ορίζοντες. 
Μαχαιριές στον κρύο αέρα, σπλαχνικές!
Πίστεψαν οι άπιστοι και «Ηλί!», φωνάζουν. 


Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Γλώσσα

Πεθύμησα τη γλώσσα του κλειστού εκείνου συστήματος που δημιούργησε το σύμπαν αυτό. Τώρα επεκτείνεται πέραν των ορίων του και θυμίζει άφρων ιό που θα σκοτώσει τον ξενιστή του.  

Συνδημιούργησα μια γλώσσα που τώρα πια δεν την αρθρώνει κανείς.  Η ηχώ της μόνο διαστέλλει τους τοίχους ενός κενού δωματίου.  Δεν βρίσκει απάντηση.  Ταλαντώνεται.  Ξεχειλώνει. 

Θυμάμαι μια γλώσσα που είναι πολύτιμη μονάχα σε μία διάσταση.  Σε άπειρες άλλες είναι μια άχρηστη στιγμή.  Ένας νεκρός κόσμος συνεννοείται, συναλλάσσεται, ερωτεύεται και πεθαίνει, στο στόμα της.  

Αρρώστησα για μια γλώσσα που ηχούσε σαν γέλιο και μύριζε σαν υγρή κοιλότητα.  Για το καλλίγραμμό της πέλμα.  Την κομψότητα του γαστροκνήμιού της.  Ο κορμός της πάτησε, ρίζωσε, το φύλλωμά της σκέπασε την πλατεία. 

Καίγομαι από μια γλώσσα φυλακισμένη σε στόμα αλκαλικό, από δόντια συρμάτινα, από ούλα χρυσά.  Μια γλώσσα κέρινη.  Με λέξεις σβησμένες από τα λεξικά.  Με τρόπους ματαιωμένους.  Κόκκινη.  


Γυναίκα. Χάρτινη λέξη.