Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Τα παιδιά των ανθρώπων

Κάιν και Άβελ.  
Πρωπατορικά αμαρτήματα.
Πληγές της γης.
Τα γεννημένα και τ' αγέννητα.
Αδάμ και Εύα.
Πληγές του ανθρώπου που θα έρθει.

Βάσανα τα πριν και τα μετά.
Πρωπατορικά αναθέματα.  
Πέτρες πάνω σε πέτρες.
Τα γεννημένα και τ' αγέννητα. 
Αδάμ και Εύα.
Κλήρος βαρύς και ίσκιος πικρός.

Σαιξπηρικό ερώτημα.
Άλεσμα του χρόνου. 
Το βλέμμα του Οιδίποδα. 
Του Γόρδιου Δεσμού παιδιά.
Αδάμ και Άβελ.
Εύα και Κάιν.  
Εκπνοή ή ματαιότητα.  



Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Τα ρέστα

Ταξιδεύουμε σ’ αυτό το αεροπλάνο
όλοι μας προς άλλες κατευθύνσεις
δύστυχα ανοργάνωτων στροφών
χωρίς ειρμό στα σκόρπια μας πόδια
Στην γη των χρυσών ελαφιών
στην έρημη πόλη των μονάχων
Σέρβικα κρέατα μασουλάμε
σαν παλιές μελωδίες φαιδρές
Σιγά σιγά τα ονόματά μας απομακρύνονται
στην σειρά που σου λέει ποιον σκέφτεσαι περισσότερο,
σιγά σιγά οι διφωνίες των βημάτων μας
σβήνουν στον κατακλυσμό
που μας παγίδεψε
στην είσοδο εκείνου του ξενοδοχείου,
τότε που φοβηθήκαμε να πνιγούμε
για χάρη της πλατείας με τα αστεία ρολόγια
και τα βιβλιοπωλεία με τα αστεία ονόματα
Θα δώσω το τεύχος αυτό της ζωής μου
για ένα κομμάτι ψωμί
σ’ εκείνο το μαγαζί με τα μεταχειρισμένα
Να το πουλάνε με το κιλό
στους τουρίστες που θέλουν
να σκοτώνουν την πλήξη τους
ή ίσως σε κάποια άρρωστη Γερμανίδα
με άσπρο δέρμα και άγνωστα μαλλιά
να στηρίζει την ξέζυγη πόρτα του μπάνιου της
Συνεπιβάτες μου μην κλαίτε
Μαζί θα ‘μαστε πάντα στο χωριστό μας ταξίδι
Τριακόσιοι άγνωστοι γενναίοι και δειλοί μαζί
Τώρα που μπλέξανε οι καρδιές μας
δεν χωρίζονται κι είναι πια τριακόσια κομμάτια
Φέρτε μου πικρό καφέ
κι ένα κουλούρι όλο βούτυρο κι αλάτι
Φίλοι μου εσείς σας χαιρετώ ιταλικά
και σας φιλάω γιάπωνέζικα
Κρύβω στα λόγια αυτά τα μάτια μου
Χίλιες εικόνες και βρωμιές ένα σωρό
από του μετρό τα πλαστικά παράθυρα
χίλιες εικόνες κι αγκαλιες ένα σωρό
από τις πόλεις του μεσαίωνα τα κάστρα
και τα παλάτια που αντέχουν ακόμα
Σας κοιτάζω εδώ κι εκεί
στο ποτάμι δίπλα
στα πρώτα μας χρόνια τα παιδικά
τότε που όλα τα απίθανα ήταν βεβαιότητες
και τώρα με βία
απλώνω πάνω μου πέπλα μολύβου
να μη με βρίσκει η μνήμη αλλά φεύ
Κάναμε βόλτα ανάμεσα σε τάφους παλιούς
ανάμεσα σε μικροπωλητές και μυρωδιές
τρένα μας πήραν και μας έφεραν
και κάθε φορά προτιμούσαμε να ερχόμαστε
παρά να φεύγουμε και τώρα
φτάσαμε σαν ώρα οριστικής αναχώρησης
άλλος για εδώ
άλλος για εκεί
μα φίλοι, σύντροφοι αγαπημένη
στιγμή κι αυτή ε;
Όπως τότε
που μια θλιμμένη μελαχροινή κοπέλα
με μια κόκκινη μπλούζα πλεκτή
και τα μαλλιά της πλούσια χυμένα στο πλάι
κοιτούσε την κλαμμένη αντανάκλασή της
και χαιρετούσε τον καλό της
μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη
κι ένα φιλί στα χείλη

Ξενυχτάω απόψε πάνω από θυμιάματα
Και ζωγραφίζω των σπλάχνων μου τη μανία
για σας
Τρομερή μου μνήμη
άγριο χόρτο με ρίζα βαθιά
αξερίζωτο ζιζάνιο
βασίλισσα της ματαιότητας
βασίλισσα της ματαιοδοξίας
θυμάμαι με λύσσα
θυμάμαι με λύσσα
κι ακόμα ταξιδεύω μαζί σας
Δεν υπάρχουν Ιθάκες.



Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Σαμ

Σήμερα χάσαμε τον Σαμ
Το τρυφερό γατάκι μας
Μια χούφτα ήταν στα χέρια μας
Ο Σαμ, το τρυφερό γατάκι μας,
αμέσως εμπιστεύτηκε τα χέρια μας,
αμέσως ξάπλωσε να τα ζεστάνουμε
στην θερμή κοιλιά του.
Το τρυφερό μας γατάκι, ο Σαμ,
γουργούρησε στην χούφτα μας,
αφέθηκε στην αγκαλιά μας.

Χάσαμε τον Σαμ απόψε,
το τρυφερό μας γατάκι.
Μας έψαχνε σε κάθε παράθυρο του σπιτιού,
πάντα πίσω από την πόρτα
γουργούριζε για την αγάπη μας
και για την συντροφιά μας.
Όσο κι αν αγαπήσαμε τον Σαμ
τον χάσαμε απόψε, απόψε
που τον χρειαζόμασταν,
πιο πολύ από ποτέ,
όπως χρειάζεται κανείς
ένα τρυφερό γατάκι
κι όπως του λείπει
από τ' άδεια του χέρια.


Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Επιμύθιο

το μόνο που ήθελα από τον ουρανό σου:
λίγη συννεφιά το καλοκαίρι
λίγο ήλιο τον χειμώνα
και το γέλιο της βροχής σου



Οι παραθεριστές

Οι παραθεριστές,
μια θλιβερή ομάδα,
το αίμα
ακόμα να κατέβει στα πόδια,
τα μάτια
θολά απ’ τη νύχτα
εν αναμονή.


Το καλοκαίρι,
μια εποχή δραματική,
το τέλος
ακόμα κοχλάζει στα μάτια,
τα πόδια ξύλα
τα σέρνει χωρικός,
κάποτε δέντρο
εν νοσταλγία


Οι παραθεριστές,
μια καρικατούρα
με χέρια
μπλεγμένα τάχα
ακόμα κι εν τω μέσω
του καλπάζοντος
φθινοπώρου
αγκαλιασμένοι με απόγνωση,
εν συντομία



Το ρινκ

Τέσσερα χέρια κράτησαν
τέσσερις γωνιές πετσέτας
για το πρόσωπο
κι αφού την τέντωσαν προς
τέσσερις κατευθύνσεις
κι αφού τραβήξαν, μοιραστήκαν,
δάνεισαν, δανείστηκαν,
σκεπάστηκαν, ξεσκεπάστηκαν,
αφού γέλασαν και κλάψαν,
αφού σκούπισαν μύξες και δάκρυα
πέταξαν λευκή πετσέτα στο ρινκ.