Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Χτες

Απόψε η πείνα μου απευθύνεται στις άκρες των δαχτύλων μου.
Στα νύχια, στις παρανυχίδες, σε κάθε κομμάτι που εξέχει.
Μπορεί να χορτάσω μ' αυτά ή να συνεχίσω, με το σώμα τους.  
Πόσο απέχει η μία ακρωτηριασμένη αγκαλιά από την άλλη;

Απόψε η δίψα μου χωράει σ' ένα ποτήρι κερί, με ουίσκι και λικέρ.
Στα αληθινά, στα ψέματα, σε κάθε σταγόνα, στο υψωμένο χέρι.
Μπορεί να ξεδιψάσω μ' αυτά ή να συνεχίσω, με το ποτήρι μου. 
Πόσο απέχει η μία σπασμένη δαγκωνιά από την άλλη;

Απόψε η λαχτάρα μου εκτείνεται στις ελάχιστες ώρες της μνηστείας.
Στη νύχτα που άνοιξε η γη και σώπασαν οι λύκοι για λίγο.
Μπορεί να ουρλιάξω, ή να κλάψω, ή να γελάσω, με το ποτήρι μου.
Πόσο απέχει η μία σπασμένη φωνή από την άλλη;  


Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Ο εραστής

Ο εραστής είναι μπλε ηλεκτρικό,
κι εδώ, 
βαμμένο μαύρο.
Στο τελευταίο συρτάρι,
ανάμεσα στα ανακατεμένα πουλόβερ
τα εσώρουχα και τα καλσόν,
ξέμειναν ενεά, αλλά νεκρά, 
ένα σορτς και ένα τίσερτ.
Στους τοίχους του σπιτιού
πράσινος, 
κρεμασμένος από όλα τα καρφιά,
παρατηρητής
 του μικρού δωματίου,
του πιο ένδοξου πεδίου μάχης,
του παλιού ιδρώτα που αναμείχθηκε,
του ζωντανού σώματος που μετακόμισε.
Κάτω απ’ το νέον 
ακόμα πιο όμορφη,
στέκει ονειρική,
μια ταμπέλα που λέει:
"ο εραστής είναι μπλε ηλεκτρικό,
κι εδώ, βαμμένο μαύρο."


Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Το σπίτι

Ένας άντρας μπήκε στο σπίτι μου.
Πρώτα είδα τη σκιά του απ' το παράθυρο
άγρια ξημερώματα,
κι ύστερα τον άκουσα να σέρνεται
σχεδόν μέσα σε όνειρο.
Μέχρι να προλάβω να το υπερασπιστώ
ήταν μέσα του,
το πήρε.  Το πήρε και τώρα δεν μπορώ 
να ξαναζήσω πια εδώ.


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Ρητορικό

Κι αν πεθάνω ποιος θα διορθώσει όσα πρέπει να διορθώσω;
Για την σκληρότητά μου, ποιος θα απολογηθεί;
Γι' αυτό το όνειρο που νόμισα για ανάμνηση, ποιος θα θρηνήσει;


Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Υπναγωγία

Ξημερώματα άνοιξης, πιστός
στο καθεβραδινό ραντεβού
στην πλατεία με το οξυγώνιο όνειρο,
αφήνω λουλούδια στο ίδιο ζευγάρι
όμορφων ποδιών με τα φουσκωμένα
δάχτυλα χωρίς νύχια.

Κάτω από τη στέγη των βιβλίων,
απ´ τα ρολόγια που πότε χειμωνιάζουν,
σπανιότερα ζεσταίνονται, στην υπναγωγία
και στην υπναπαγωγή,
ανοίγω κουβέντα με το αδύνατο
και ξαναπαίζω το παλιό
σε μιξντ τέϊπς γεμάτες αφιερώματα.

Τι να άλλο να κάνω Θεέ μου;;
Αυτή είναι η δική μου θυσία στο βωμό σου,
και με το σώμα μου και με το αίμα μου,
και με τα πολύπαθα δάχτυλά μου,
και με τα πιστά μου όνειρα
σου παρέχομαι απλόχερα κάθε πέμπτη πρωινή
στον όρθρο σου συναρτώ
ένα σώμα προσευχή
κι ένα σώμα καντήλι αναμμένο,
μ’ ένα ζευγάρι πόδια αλάβαστρο
κι μ´ ένα ζευγάρι χέρια αλάβαστρο
και με χιλιάδες σελίδες σεναρίου
ανεβάζω την ίδια, σε παραλλαγές,
παράσταση
για να Σε πείσω, Θεέ μου,
πως είμαι κι Είσαι αμαρτωλός.

Ανοίχτηκα κι απόψε στη μαύρη θάλασσα
του σύμπαντός Σου
μ’ ένα από κείνα τα καράβια
με τις πολλές κεραίες
και τα πολλά φωτάκια στις κεραίες
και με πυξίδα άγνωστα άστρα ανεβαίνω
δι-αγωνίας ανεβαίνω και πλέω
και πάω στο μεγάλο Τίποτα.

Και σε συναντώ σε στενό διαμέρισμα
και μου μιλάς, και δεν καταλαβαίνω τι λες
μα γελάω, Θεέ μου!
σαν να μην είναι όνειρο που σε ξαναβλέπω,
σαν να ‘ναι πράγματι άνοιξη,
και σαν να ξεδιψάει ανάλαφρη η ψυχή μου.

Μα με κλωτσάς, Θεέ μου, και πάντα ξυπνάω
στις έξι το πρωί,
στο πιστό ραντεβού με τον όρθρο σου
έξω απ’ τον γοτθικό ναό
πάνω στα χιονισμένα πλακάκια,
κάτω απ’ τα εργατικά ρολόγια,
πάνω απ’ τα εργατικά τρένα,
ανάμεσα σε άπειρα ηλεκτρόνια,
που σπινάρουν ορίζοντας ιλιγγιώδη κενά
που σε κρύβουν, Θεέ μου, σε κρύβουν,
κι εγώ δε σε βλέπω ποτέ πια,
παρά μόνο στις πέντε το πρωί,
κάθε βράδυ! στο πιστό μου όνειρο.