Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Θαλασσινό

Με τα δάχτυλα παραμορφωμένα χτενίζουν
ναυτικοί την ομίχλη απ´ τα γένια τους.
Κι άκοπα κοπηλατούν αόρατες βάρκες χωρίς κουπιά
Αγαπούν την επιθυμία ενός παλιού ανύπαρκτου
Κροταλίζουν τα δόντια και τα σαγόνια τους
Γεμάτες οι λινάτσες των σάκων τους
με ασαφή στίγματα νησιών
κλωστές καπνών αναβρώσκοντων χαμένων
σε ισχνά κουβάρια
καθώς γκρεμίζεται το χέρι τους και το πόδι τους
σε κοφτερούς βράχους
κι άγνωστες θάλασσες οικείες.

Στην ρίζα τους, δίπλα στα λιτά τους κορδόνια,
ξαπλώνει ένα γέρικο δέντρο να κοιμηθεί
μα η αγωνία του κουπί στον αέρα γυρίζει
να πιάσει απ´ τον αέρα,
το νερό, το ψωμί, τον αέρα,
το κάτι, το τίποτα.

Θα μεγαλώσουν το πανάρχαιο σκότος
κι ας είναι γαμψά τα νύχια τους
κι ας τρυπάει το ριζικό τους τον βράχο της ζωής.
Καθώς από πρωταγωνιστές γίνονται μάρτυρες της θάλασσας,
κι όπως τα κουσούρια τους γίνονται όλο και πιο δικά τους,
στην συνήθεια της παλάμης τους
και των θολών ματιών την άρνηση της αποδοχής που ξεθωριάζει.


Προσκυνώ γονατιστός με το σφιχτό σκουφί
μαγκωμένο στο στήθος μου
και καταλαβαίνω
την κάθε μεγάλη αλήθεια και την κάθε μεγάλη παρανόηση
ως προϋπόθεση ομορφιάς
ως συμβόλαιο ζωής
ως κάποιο ψευδώνυμο κάποιου νοήματος.



Παρανόηση

Νόμιζαν πως η αγάπη είναι βουνό
Φύσηξε στα μάγουλα αεράκι και κατάλαβαν
Το πρωί την άφηναν καρφιτσωμένη στον ήλιο
Το βράδυ κάτι κοιμόταν ύπνο χειμωνιάτικο
κι ούρλιαζαν έξω μεσανυχτιάτικα κοπάδια
ποιον να φάνε, ποιον ν’ αφήσουνε.

Ύστερα άνοιγαν το παράθυρο
να μπει στο σπίτι ο καιρός.
Το μπλε του νερού άλλαζε
κι οι μέρες κυλούσαν γάργαρα.

Όμως ο ένας ήταν πάντοτε λιτοδίαιτος.
Με έναν έρωτα κορέστηκε η πείνα του για ζωή, μέσα του
τραγουδούσαν οι χειμώνες.
Σώπαινε η άνοιξη.
Ο άλλος ήταν πάντοτε αχόρταγος.
Γέμιζε κι άδειαζε το σισύφειο στομάχι του, και την Φασγά
ανεβοκατέβαινε μυξογελώντας.
Έκλαιγε πιο σπάνια.

Κοιμήθηκαν και στ’ όνειρό τους
κάτω από ένα μεγάλο θολωτό φιλί
ακούμπησαν για λίγο
μέσα τους κάτι παλιό,
βαθύ,
αγαπημένο,
κι ύστερα μαράθηκε κι αυτό
και γέρασαν αμέσως.

Ήταν λένε το φάντασμα φόβων παλιών
που κάθε τόσο τρυφερά τους αγκάλιαζε
Κανείς δυνατός, κανείς ατρόμητος δεν αγαπούσε
ή ίσως μόνον αυτοί,
μα όπως ξεγελάστηκαν και πίστεψαν,
έτσι ξεμωραμένοι συνέχισαν να ζουν.