Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Περί μνήμης

Η Ανάμνηση δεν είναι μια νεκρή φύση πορτοκαλιών
πίσω από το κεφάλι μας 
στην κυριακάτικη τραπεζαρία
ούτε το γλυκό κυδώνι στο ράφι απέναντι 

Η Ανάμνηση δεν είναι το να σου λέω πως σ’ αγαπώ 
μια ακόμα τελευταία φορά 
την ώρα που εγώ ξεφλουδίζω λίγο πιο βαθιά το κόκκαλο
κι ο ήλιος την μεσημεριανή του σκληράδα

Ούτε καν είναι - Ανάμνηση - 
η γεύση που ταξίδεψε 
από τις φρουτόκρεμες μέχρι τις πέτρες 
ή η χώνεψη όσων πελέκησαν, 
Κυριακές και μη,
το δικό μου ξόανο. 

Ανάμνηση τέλος, σου λέω δεν είναι 
η παλάμη του χεριού μου
που φαγουρίζει 
στο σημείο που ακούμπησε
ζεστή παρειά
ή στήθος αγαπημένο. 


Είναι Ανάμνηση μια υπάρχουσα επιθυμία 
ενεστώτα χρόνου παραστατικού. 
Το καλό προφίλ 
μιας παραμορφωμένης πραγματικότητας 
χώρου που ανασκευάζεται ες αεί
μπροστά από το ίδιο σκηνικό
μα με τους άλλους εμάς
και άλλους άλλους. 



Το εξοχικό

Όταν έφτανε στο εξοχικό της
η γυναίκα
άφηνε το ρολόι της στην εξώπορτα

έβγαζε τα παλιά της ρούχα
και γυναίκα έμπαινε
σ’ έναν χώρο που τα παπούτσια δεν επιτρέπονται
σχεδόν όμως γυμνή

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Αγροτικές εργασίες

Ξεχέρσωσα τα μάτια σου
από το ύψος του τάφου σου να δεις
τα κρύσταλλα της ζωής.

Ας είσαι κι εσύ γιος κάποιου προφήτη
τυλιγμένα νάυλον σε ζεσταίνουν τα βράδια
φυλώντας τον ύπνο σου.

Έμενα κι εγώ κάποτε
σ’ αυτήν εδώ την πόρτα που σε περιμένω 

κι εσύ αργείς να 'ρθεις όσο είναι απαραίτητο


Κάποια χαλασμένη σπηλιά
κοιμάται μέσα μου ανεξερεύνητη και μια μικρή θηλιά
μικραίνει το βήμα μου. 

Δεν είναι ήλιος αυτός. Είναι ένας παλιός φακός. 
Δεν είναι καρφιά αυτά. Είναι ατσαλόβεργες φυτρωμένες 

στους μηρούς και τις καρέκλες μας.

Δεν είναι κρύσταλλα αυτά. 

Δεν έχει μάτια κανείς. 
Ούτε καθόμαστε.
Είμαστε οι αντανακλάσεις 

στην κοιλιά κάποιας ανύπαρκτης σπηλιάς.




Οι βίδες

Τις δέκα αναμμένες νύχτες
που ανταλλάσσαμε τα μεταχειρισμένα φιλιά μας
τις έκαψε μια χαρούμενη πεταλούδα εμπρηστική
Είπαμε καθησυχασμένοι 

πως μονάχα αυτός που αγάπησε προδίδει,
λούσαμε τα μαλλιά μας με βενζίνη,
σου χάιδεψα τα μάγουλα.

Τα σώματά μας ήταν ρούχα
δεύτερα, τρίτα χέρια φορέθηκαν,
αγκαλιάστηκαν πάνω μας γύρω μας
χέρια πολυαγκαλιασμένα, φθαρμένα
πάλιωσαν πάνω μας 

και ποιος θα τα ανακαινίσει;
Σοβάδες στο πάτωμα
πατώματα τριγμοί
γόνατα σκουριασμένα
και κάθε νέα μέρα κάτι πιο παλιό δανείζεται
κάτι πιο χρησιμοποιημένο αλλάζει χέρια
για να κάνει ακόμα έναν κύκλο
χάνοντας
κάθε νέα φορά μια παλιά στροφή.



Η αιώνια

Πόλη είναι μια φωτογραφία αντανακλαστική στο παράθυρο ενός τραίνου
Έχει μαλλιά σουστίτσες, χέρια λεπτά και με κοιτά όπως τα περαστικά τραίνα
λυπητερά αφήνοντας ρεύμα σε σταθμούς καρφωμένους
και σε λιβάδια στρωμένα λουλούδια με γράμματα ανεπίδοτα

Η Πόλη είναι ένα παράθυρο αντανακλαστικό στην φωτογραφία ενός τραίνου.
Έχει μάτια όμορφα γεμάτα λαχτάρα και μάτια ψυχρά αναμνηστικά
σε ενενήντα μοίρες γωνιακές και καμία κοινή.


Μονάχα μια καρφίτσα με κεφάλι κόκκινο γεμάτο υποσχέσεις και παιχνιδίσματα
την τρύπησε στον χάρτη και την άφησε κάπως στραβή και λίγο κωμική να κρέμεται.



Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Γαβάθα

Στη μεγάλη γαβάθα της ζωής
βούτα και πιες
κι όσο μπορέσεις ζήσε
και όσο μπορείς, πέθανε.
Μείνε λιγάκι
με τον διψασμένο που σκάει.
Μείνε και λίγο
με τον ακίνητο θρόνο που κάποια λάθος ερμηνεία τον πήρε.

Τρέξε λιγάκι με τον αχόρταγο παρέα
τρέξε με τον πραματευτή
ή τον σοφό λιτοδίαιτο,
κι όσο μπορέσεις κολύμπα τέλος πάντων.
Όσο αντέχεις στέγνωνε
επάνω στο χείλος της,
πότε κουτσό
και πότε μαρς.
Πότε για κυνηγητό
και πότε για βόλτα.
Κι όταν θα τρως την σούπα
κι όταν θα καταπίνεις την θάλασσα
να θυμάσαι
είναι πάντα καλύτερα να μην χορταίνεις.



Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Η χτένα

Τα βράδια κάθομαι μπροστά στον καθρέφτη.
Παίρνω την χρυσή μου χτένα και χτενίζομαι, χτενίζομαι.

Καμιά φορά επαναστατώ.
Λέω απόψε δεν θα βουρτσίσω τα δόντια μου.
Και ξαπλώνω έτσι.

Με χτενισμένα μαλλιά κι αβούρτσιστα δόντια
ονειρεύομαι πως κάποιος μ’ ανασταίνει απ’ την ζωή μου.

Και τ’ άλλο βράδυ χτενίζομαι πάλι
σαν να είναι μεγάλο το ασήμαντο
- ειδικά πριν τον ύπνο του -
και στο όνειρο ονειρεύομαι
πως τον ασώματο πόνο μου κάποιος τον συμπονά.
Ύστερα τρώω το παντεσπάνι μου
χωρίς πιρούνι, στο πιάτο του σκύλου.

Τα βράδια μπροστά στον καθρέφτη χτενίζομαι
να με βρίσκει ωραίο το μαξιλάρι μου
κι ο ύπνος μου
αλλά ποτέ δεν κοιμάμαι.
Με τα μαλλιά μου χτενισμένα σηκώνομαι
για να μου τα τσαλακώσει η μέρα.




Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Η σταχτοπούτα

Στον μακρινό πλανήτη
του Κισσού
βασιλεύει ένας άνθρωπος μάτι
Σκίουροι του μασούν
τα κλειστά του βλέφαρα
και χτίζουν στα ποτάμια του
τα εργατικά τους δόντια
ανεμίζοντας στις παρελάσεις
στα μπαλκόνια

Στο μέγα Άλφα του Κενταύρου
στην πιο κοφτερή ακμή του
τσακάλια,
μπαλαρίνες, ανοχές
στέκονται κουντεπιέ
στην άνω δεξιά γωνία
κι όποιος κουράζεται
καρφώνεται να στέκει

Κίρκη καημένη Ναυσικά
και Καλυψώ καημένη
όλες σας γέλασε
μια πλέχτρα αταξίδευτη

Στον μακρινό πλανήτη
του Κισσού
ένα παιδί πίνει το αίμα
στην κατσαρόλα μένει
να στέκει
να κρέμεται
να γίνεται σταχτοπούτα
να πριονίζει
το αβέβαιο μέλλον του
και δώδεκα παρά
να ξαναράβει τα δάχτυλα
για να χωράνε ακριβώς
στα γυαλιά που θα πατάει



Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Η Βασίλισσα

Η Βασίλισσα φοράει εκείνο το μακρύ φόρεμα νύχτα στα μάτια μας
πεθαίνει κάθε μέρα για να ζήσει λιγάκι
στέμμα όλο το αίμα της αιωρείται σύννεφο πάνω από το κεφάλι
Η Βασίλισσα, όλη μέρα, κεντάει στον μυστικό αργαλειό τα μαλλιά της και τα χέρια της σταυρωτά
και πριν ξαπλώσει καταπίνει πόρτες και παράθυρα

Το σώμα της μαύρη εκκλησία στην κορυφή καμένου δάσους
Βασίλισσα λένε,
είναι το πλάσμα εκείνο που περπατά με τα χέρια
ακούει με το πέτρινο στομάχι του και καταπίνει πόρτες, παράθυρα

Μέρες και μήνες, κοιμισμένη, από το δηλητήριο του καιρού
Βασίλισσα, εφόσον ξυπνήσει από φιλί αιχμηρό ή από θανάτου χάδι,
ένα και το αυτό, όμοια δοξαστικό, σαν έρωτας ανεπανάληπτο
Βασίλισσα με το τιμωρητικό της δώρο στα ξύλινα χέρια
κλείνει τα μάτια της οχυρωμένη και άπαρτη

Όταν νυχτώνει, Βασίλισσα η καρδιά της χτυπάει στον λαιμό
κι η τρικυμία στον βράχο της
Βασίλισσα κι εκείνο που αχνοφαίνεται
σαν πλοίο για τα Κύθηρα
στον ορίζοντα
της παλάμης της και στις γραμμές της
βουλιαγμένο και παλίμψηστο
παλίννοστη μοναξιά τούφες τα μάτια της
στο πάτωμα
σ´ εκείνο το παλάτι με τους μπασταρδεμένους κίονες και τους κλειστούς τοίχους



Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Το βαλς του ελέφαντα

Οι αναμνηστικοί μου πόνοι
κρεμάστηκαν
πάνω από το τζάκι
και με κοιτάζουν γυάλινα στα μάτια
Οξεία
προεξέχοντα κόκαλα
τρυπάνε την σιγή του σαλονιού
Κρεμάστηκαν μεταξωτές σιωπές,
κρόσσια παλιού καιρού
απ’ τα ταβάνια

Πότε-πότε
μας ξυπνά από τον λήθαργο
κάποιο αμήχανο τικ
του ρολογιού
ή ένα επίμονο μοτέρ
που παίρνει μπρος για έναν μάταιο γύρο
ακόμα

Ένα τσίρκο κρυμμένο στο πάτωμα μου αποκαλύπτεται φριχτοί κλόουν και κουτσές ακροβάτριες ασώματες κεφαλές ξεκούρδιστοι μουσικοί με μισά κεφάλια δάχτυλα σιδερένια πιάνο πλαστικά βιολιά πεινασμένα λιοντάρια αχόρταγοι ελέφαντες χορεύουν υποτονικά βαλς κι ύστερα σφάζονται στο στομάχι

Να σηκωθώ να πιω μια κόκα-κόλα
ή να καταπιώ το μαξιλάρι μου;



Β

πέθανες
κι εμείς
θα κλάψουμε όσο αντέχουμε
- αν πονούσαμε περισσότερο θα ‘μασταν βουβοί -
θα πιούμε απόψε και θα γελάσουμε
θα δούμε τα ωραία κορίτσια
τα γρήγορα αυτοκίνητα
και όλους τους παλιούς μας δασκάλους
ζώντες νεκροί,
κι εμείς κι αυτοί,
στην φωτογραφία μας συν πλην κάποιοι,
ποιος ξέρει;

Αύριο θα σε θάψουμε
γρήγορα-γρήγορα
σαν να ντρεπόμαστε,
θα αγκαλιαστούμε να νιώσουμε
πως δεν είμαστε εσύ αλλά εμείς,
θα κλάψουμε όσο αντέχουμε
- θα λέμε «σε χάσαμε» ενώ εσύ χάθηκες -
θα πίνουμε πικρούς καφέδες,
κι ύστερα
άλλος δεν θα ‘ρθει,
άλλος θα πάει σπίτι του,
άλλος στην δουλειά του,
και κάποιος θα κρατά
το επόμενο νούμερο.



Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Ostrannaya

Ο εραστής του μαξιλαριού
ξυπνά κάθε μέρα αγκαλιά
με τον δεδομένο έρωτά του

Οι επόμενες δώδεκα ώρες του
παίζουν μόνες σε μια οθόνη
χωρίς θεατές
κι ό,τι τολμά να ζει χωρίς μόνωση
το ζει στο θέατρο του πολέμου
των ιδρωμένων σεντονιών.

Περπατά σε έρημες γειτονιές
ανθίζουν παντού πόρτες κλειστές
σ´ όλες τις αποχρώσεις του καλοκαιριού
κι ούτε κορίτσια κελαρυστά
ούτε χαδιάρικα γατιά μόνο ησυχία
άδεια τραπέζια με άβολες καρέκλες
και φως εκτυφλωτικό
ο δρόμος ως το κρεβάτι του

Συμπαγής ο βυθός
ενσωμάτωση
και πληγή η κατάκλιση
γίνεται το μαξιλάρι παρηγοριά
και κηδεμόνας ατσάλινος
δάσκαλος αμείλικτος
που αντί να ισιώσει
θα του τσακίζει τελικά
μια νύχτα την πλάτη
γράφοντας
με μια κιμωλία που στριγγλίζει:
ζην

Κάπως έτσι αρνείται να κοιμηθεί.
Αγκαλιάζει τα ερώμενα
σπογγοειδή αντικείμενα του πόθου του.
Όχι! Όχι! Δεν θα πεθάνει αυτός
σαν τον γάιδαρο του Μπουριντάν.




Βρέθηκε

Τον βρήκαν πνιγμένο στον βυθό της μπανιέρας του
Αδυνατούσε, λένε, να καταλάβει το επαρκώς εξηγηθέν
Έψαχνε στα νερά
ανύπαρκτες λέξεις να εκφράσει το άρρητο


Τον βρήκαν φαγωμένο στο τραπέζι της κουζίνας του
Η λειτουργία, είπαν, είναι μια διαδικασία φθοράς
Έψαχνε στα ψίχουλα
υπαρκτές εκδοχές ανύπαρκτων ιστορίων


Τον βρήκαν κρεμασμένο στα σχοινιά της απλώστρας του
Προσπάθησε, λένε, να επαληθεύσει τον κίνδυνο στεγνώματος
Έψαχνε στα σύρματα
συνεχή σύνδεση για το εναλλασσόμενο στήθος του


Τον βρήκαν να χάσκει



Οι ευκολίες

Για τη μνήμη του νήματος
αγκάλιασε ένα “έστω.”
Το κοίταξε λίγο
άγαλμα οριστικό,
αμετάβλητο στον χρόνο.

Κάτι λεπτό αφέθηκε να εκκρεμεί
"μες την πολλή συνάφεια του κόσμου".
Ζητάει μια κλωστή φωτός
να μαστιγώσει την μαύρη θάλασσα.
Κουράζεται μετά σαν εκείνον
που κράτησε την πρώτη φωτιά και το πληρώνει.

Εξόδιος.
Λυτρωτές απαστράπτοντες,
καταστροφείς ανηλεείς,
άγγελοι,
διάβολοι,
εξέλειπαν άπαντες.
Τέτοιες ευκολίες δεν θα επιτρέπονται εδώ.
Μόνο μια ρανίδα αυταπάτης στον κρόταφο.
Έστω.



Η άσκηση

Η ζωή είναι μία άσκηση
θανάτου.
Η αναμονή
ενός ελπιδοφόρου τίποτα
να παρασύρει
παν το πρόστυχο.

Μουσείο θλίψεων
οι μέρες
προθήκες φόβων
αρένα χριστιανικών
κοσμημάτων
το έσω τσίρκο
σιτάρι
αλέθεται σε νερόμυλο
δεινών καιρών.

Μια ιτιά γελάει
δίπλα στο ξερό ποτάμι
βροτός το θλιβερό εκείνο
πλάσμα που φύεται
στα πόδια της.
Τι μαρτύριο!
Όλα όσα ζούνε
να πεθαίνουν
κι όλα όσα πέθαναν
να έχουν ζήσει…



Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Τα βράδια με τα μεγάλα τους δόντια


Σε 'μένα να 'ρχεσαι γυμνή.
Όσο φοράς φύλλο συκής
συντριπτικά κατάγματα 
σπασμένα μάτια
τρέχουν στα άδεια μάγουλά μου 

Τα βράδια με τα μεγάλα τους δόντια
το τριχωτό τους σαρκίο και τα νύχια μου
ζητούν επιφάνειες λείες
ανεμπόδιστες προσβάσεις
αίμα και ζεστά σώματα να χαλάσουν

Κι εκείνοι που θα πρεπε
να ζουν σαν φύλλα δίχρωμα
στον αέρα που στραφταλίζουν χορευτικά,
ντύνονται και γδύνουν ατελείωτες στρώσεις
φύλλων συκής
με συρμάτινα νύχια όλο το βράδυ
σαν να ‘χει κάτι σημασία

Ωστόσο εσύ σε ‘μένα να ‘ρχεσαι γυμνή.
Όσο κρατάς το στήθος κρυμμένο
παλιά καρφιά πυραμίδες 
θα σημαδεύω 
να ενώνω για πάντα πήχη, καρδιά και πλάτη
την ντροπή, την αγάπη, την φυγή
με σκουριά δική μου ανοξείδωτη



Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Το κίτρινο σπίτι

Αν ήμουν
ένας ευαίσθητος άνθρωπος
θα ταξίδευα μ´ ένα πουλί
μες το κλουβί του
Θα ήμουν ένα νησί
και η λίμνη γύρω του
κι άνθρωποι
που θα μπάλωναν
τα ματωμένα ρούχα τους
στα λειψά χώματά του

Αν ήμουν
ένας ευαίσθητος άνθρωπος
εκεί
οι ψαράδες θα με πετούσαν,
ψάρι μισοφαγωμένο
κι εγώ θα 'πεφτα στο νερό
και θα κολυμπούσα
χαρούμενα όπως πάντα

Φοβάμαι πως
αν ήμουν άνθρωπος
θα αγαπούσα τα κίτρινα σπίτια
που φεύγαν
για το μέσα του πελάγους
Εκεί που ό,τι σαπίζει
ανθίζει
που όσοι τολμούν
απελπίζονται
όσοι ζητάνε να πεθάνουν
ζουν
κι όσοι μπορούν να ζήσουν
φεύγουν



Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Ο αχινός

Ο αχινός είναι μια παλιά καρδιά
Στο πρώτο πιθάρι του κόσμου
το πρώτο μέλι του
συλλεγμένο σταγόνα μαύρη
μαύρη σταγόνα
βρέθηκε σκοτεινό να περιμένει

Τυμβωρύχοι ψαράδες
ανυποψίαστοι λουόμενοι
τυχοδιώκτες αυτόχειρες
μεταξωτοί ατσάλινοι
ανόρεχτοι καυλωμένοι
όλοι βουτάνε τα χέρια τους
στο μαύρο

Γνώση απρόσημη ο πόνος
κι οι ευανάγνωστες σελίδες της
πίσσα κι αυτές
φλεγόμενες βουτηγμένες
στο κέντρο του
εκεί που όλα τ´ αγκάθια
αντιστράφηκαν
σημειακά κι ηρωικά



Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Η ομπρέλα

Ο πατέρας δεν κοιτάζει
πια την θάλασσα
μπροστά του
με αυτόματες κινήσεις βουτά
το τάσι του πότε μέσα της
και πότε στην ομίχλη
για να μην ξεδιψάει ποτέ
ο καινούργιος λαιμός

Πήρε μια γόμα
και σβήνει αργά
το πρόσωπό του
Από τα μάτια
ως τα πρησμένα πόδια του
λίθινος και συνεπής,
μουσαφίρης διακριτικός
σε περασμένη ώρα

Εγώ ιδρώνω και κρυώνω εναλλάξ
αφήνοντας πάνω μου τον καιρό
με δίχως την σιγουριά
μια μαύρης ομπρέλας
ξεχαρβαλωμένης
κι εκείνος περήφανος
με κοιτάζει κάτω απ´ τα πόδια του
να γίνομαι το χώμα
πάνω στο οποίο θα ανθίσει



Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Η καντέντσα της Άνοιξης

Λ.Π

Το κεφάλι του ήταν γεμάτο
μεταλλικά ελάσματα.
Αγαλβάνιστοι σωλήνες έστελναν
τα αίματα εδώ κι εκεί.
Κοχλάζανε λάδια, υγρά, βενζίνες
άφριζαν το στόμα και τα μάτια.
Κάθε φορά κάτι σκούριαζε
κι ένας με ματσακόνι
αφήνονταν να του χτυπάει ρυθμικά
τα πλευρά του.
Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουγε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης
και δεν την καταλάβαινε ούτε μία.

Στο σώμα του συμβίωνε
ένας άγνωστος
κι αυτός τον κοιτούσε κάποτε
με μάτια απορημένα κι άλλοτε κενά.
Έψαχνε μέσα του ατέλειωτες
πεδιάδες ερημικές.
Χώρες εχθρικές τριγύρω της έσω
επικράτειας, σκύλες,
σειρήνες και βράχια.
Ψιλαφούσε τα ασαφή όριά του
πίσω απ΄ το διαμπερές δέρμα.
Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουγε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης
και δεν την καταλάβαινε ούτε μία.

Μάζευε συχνά την ζωή
στα γρήγορα,
σε δύο χάρτινες κούτες.
Έπαιρνε στα χέρια την μισή.
Την άλλη την άφηνε όπου.
Σε γεμάτα σπίτια, σ' άδεια γραφεία.
Σε κενά γράμματα.
Διαπίστωνε ελλείψεις συντονισμού.
Ετεροχρονισμούς στιγμών ξεκούρδιστων.
Μια ζωή η ζωή ένα βήμα μπρος του
ή πίσω.

Από το Παρίσι ως την Αθήνα,
άκουσε χίλιες φορές την καντέντσα της Άνοιξης.
Δεν την κατάλαβε ούτε μία.



Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Το δαχτυλίδι

Στον χώρο ανάμεσα στους δυο,
κατοικεί ένα παράξενο σύμπαν
Κατά την διάρκεια του φιλιού
συστέλλεται σε μια σημειακή
επιφάνεια μηδενικού χρόνου
κι ύστερα συνθλίβεται από
μια κλωστή που παρεμβάλλεται
μεταξύ τους.

Κρύβονται σ´ ένα γιαπί χωρίς
παράθυρα να φτιάξουν κάτι
που να θυμίζει οτιδήποτε
ολόκληρο κι έτσι να βάλει
το απρόφερτο όνομά της
προμετωπίδα και πούντο
πούντο το δαχτυλίδι
δεν το βρίσκουν ποτέ.

Προσευχήθηκαν στον χρόνο
να προλάβουν μόνο να σώσουν
μια μέρα γονάτισαν να
ζητήσουν μια μέρα
κι αν κανείς τους άκουσε
ή τους είδε θα έμαθε
πως από τα χέρια των ευχών
στάζουν τα πιο όμορφα μάτια
στα πιο στεγνά μαντήλια.

Θα έρθει κάποτε ένας χρόνος
που ο χρόνος θα γλυκάνει
το πρόσωπο όπως θα αντιστρέφεται
μέσα του κι όπως συστέλλεται
την ίδια μέρα που ο παππούς
φιλάει τον εγγονό εαυτό του
μ’ ένα φίδι στο στόμα του
και μια ουρά στο στόμα αυτού
κι έτσι αυτό το φιλί
θα κλείσει τον κύκλο.



Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Τελεία

Η ζωή πέρασε
χτες βράδυ
σειρά ακίδων, 
πολύχρωμοι καμβάδες 
τα μπράτσα της,
ανέμισε στα μαλλιά της 
σφοδρή η νοσταλγία 
Μεγάλη Τρίτη να ´τανε
να κλάψουμε, Δέσποινα, 
στο Τσαούς Μοναστήρι
Μάκη, 
να μεγαλώσουμε 
να γίνουμε ποιητές. 

Σκυφτός 
σ´ ένα συρτάρι σας 
μελετάω
το σβέρκο μου γάμμα
η πλάτη τοξωτή
το σώμα μου πέτρα 
ακύλιστη πια
Η ζωή Σειρήνα, 
μας ξεγέλασε σαν 
εκείνη
την άνω τελεία.   



Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Ο τυχαίος σκύλος

Έστρεψε τα μάτια επίμονα σ´ έναν τυχαίο σκύλο
Ξαπλωμένος στα πόδια του αφέντη του
δεμένος με το ‘να του κορδόνι

Μια γριά με τρεμάμενα χέρια καρφώνει
αποφασιστικά μια φθαρμένη προσευχή
στο παλιό μανουάλι 

Ο καλόγερος λύνει μια Navier-Stokes 
ενώ αποσύρεται στο κελί του
και στο ελάχιστο φως

Ο κόσμος, στο μυαλό του Πόλοκ
στάζει στον καμβά 
της πλάτης του

Ασθενή, ακατάληπτα σήματα και σιγές 
ασύρματες κραυγές 
μονοποικιλιακοί οίνοι

Το μηδέν έκλεισε μέσα του την σοφία
ενός φλύαρου σύμπαντος
που αναζητά την ησυχία 




Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Ο φύλακας στο πλυσταριό

Ονειρεύτηκα πως ένα βράδυ
άπλωνα στο πλυσταριό
τα καρό πουκάμισα
ενός αγνώστου εραστή μου.

Έξω φυσούσε δυνατά
κι οι σκιές των δέντρων χόρευαν
κάτω από αναμμένα φεγγάρια
δίπλα απ’ τις αδέσποτες γάτες μου.

Ονειρεύτηκα κι ένα τραγούδι
του Λάγιου σχήματος μωβ
να το φέρνει ο αέρας,
κάτι σαν κίνηση βεντάλιας.

Τα μανίκια τα έπαιρνε ο άνεμος,
έλεγα αυτά τα ρούχα
θα στεγνώσουν γρήγορα
θα μείνω ξύπνιος να τα κοιτάζω.



Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Φωτογραφία

αναμνηστική
φωνή του
πατέρα
περνάει
σαν μέρες
πάνω
από σκεπές.

Κάτι τραβάει
μαζί του
τα πάντα
απ’ τα μαλλιά
όμως αφήνει
τα χέρια μου
να κρέμονται
αφήνει
και την πλάτη
λειψή
να χάσκει πλάι
στο μεσαίο
κενό της
αβάσταχτα
άδεια μέχρι
την αβέβαιη
άνθιση μιας
άνοιξης
που περνάει
κρυφά μου.


Τίποτα
δεν κατάλαβα
τίποτα
δεν θυμάμαι
καθαρά
το ακατανόητο
σώμα μου
κυνηγά
ο χρόνος
το φτάνει
το γλύφει
γκροτέσκα
το προσπερνά.



Ένας άνθρωπος

Κάποτε γνώρισα έναν καλό άνθρωπο
Ύστερα έγινε δέντρο

Κολύμπησε άνυδρες θάλασσες
Έτρεξε πλημμυρισμένες ερήμους
Ύστερα έγινε δέντρο

Το άλμα του ένωσε ηπείρους
Το βλέμμα του έφτασε στον ήλιο
Ύστερα έγινε δέντρο

Κάτι του έκοψε τα γόνατα
Κάτι του έκαψε τα μάτια

Ύστερα έγινε ήλιος



Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Επί ξύλου

Τον κέρδισα τον ύπνο μου
σε κρεμασμένο ξύλο
μοναξιά σκαλισμένη
σαν μαρμαρένιο αυλάκι

με των χεριών μου τις πέτρες
και με παλιά λουλούδια
να στύβω λίγο το μέλι τους
και περισσότερο τ´αλάτι

ανεπαρκείς οι χοές μου
ποτίζουν την αλώβητη έρημο
κι η φωνή του βοώντος
αντηχεί στο άδειο μου σώμα

περάσματα χαράγματα
στις πατούσες φιλιά αχινών
παπαρούνες στα βότσαλα
θα καταπιούν την θάλασσα



Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Ο δίδυμος


Το σώμα σου είναι ένα πεδίο.
Επάνω του ανακλώμαι,
ζωντανεύω,
ερμηνεύομαι.
Είναι ένα κάστρο με δωμάτια.
Μέσα τους βρίσκομαι,
ανακαλύπτω,
ωριμάζω.

Στα όμοια χέρια μας κρατάμε,
όμοια κρατάμε, την διπλή ζωή μας
Στα όμοια μάτια μας κοιτάμε
και τον καλό και τον κακό εαυτό μας

Το σώμα σου είναι μια μάχη.
Επάνω του εκπαιδεύομαι,
κερδίζομαι,
και χάνω.
Είναι ένα άβατο οικείο,
η πιο άγνωστη γη
πικρή πατρίδα,
ξενιτιά.



Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Το συνεχές


τα κλειστά μάτια μετράνε
το κόστος του μείον ένα. 
Μαύρο το πλάτος του, 
εύλογο ύψος,
αναερόβιο βάθος. 

Ομοίως αναιρούν 
τον κόσμο
της αναγκαστικής 
κατάφασης 
της ζωής. 
Την μονοσήμαντη πολυχρωμία της
κελαρίζουν στο λαιμό τους 
κορίτσια
δροσερά 
πηγάζουν απ’ την γη
και τρέχουν 
ανάμεσα σ’ ανοιγμένες κοίτες. 

Ανοίγουν τρυφερά χέρια, 
πλαστικά δάχτυλα,
αντανακλούν οι κινήσεις τους
τον ανεδαφικό τόπο 
κάθε σημασίας. 

Χορεύουν 
κρατώντας κλειστά τ’ αυτιά τους. 
Κυλάνε 
σε μια ατελείωτη ακμή βράχων, 
δεν έχουν βάρος 
ή αν έχουν είναι συνεχή
όπως η κορυφή του αιώνιου
κύκλου. 


Όταν κανείς χάνει τις αισθήσεις του



Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Το μπολ

Η αγάπη συρρικνώθηκε
στην επιφάνεια μιας σφαίρας
Ύστερα έτρεξε,
έτρεξε το κοίλο του μπολ
Πλαστικό το μπολ
Δεν είχε χέρια η σφαίρα
να κάνει βήμα παραπάνω
ούτε κεφάλι να δει
πέρα απ´ το ύψος
της επαναλαμβανόμενης
εκκρεμότητας.

Η μαμά έκλεισε το καπάκι
και κάποτε όλα ηρέμησαν ακίνητα.




Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Βρέχει

Η βροχή πήδηξε πέρα απ’ το νερό
Έγινε αίσθημα συνεχές στο σκαμμένο πρόσωπο 
Επωδός και σκασμένο πέλμα
Πλατό αγωνίας κι έπειτα έπεσε πάνω μας παλτό
Ξεχάστηκε, εποχές και ανθρώπους ξεπέρασε
Ξέπλυνε, απέκρυψε, έμεινε τραγούδι υπόκρουση
Παύση άπαυτη, λίπανε το σχοινί της ζωής
που μας τραβάει ως τον θάνατο
Έφτασε από τον φάρυγγα στο στομάχι
Από τα μαλλιά στα δάχτυλα των ποδιών
Από τα χέρια στην κάθε επόμενη αγκαλιά μας
Από τα μάτια δεν έφυγε πότε.




Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Το χωρισμένο σώμα

Ένα φιλί χώρισε ένα σώμα στα δύο.
Σκόρπισε η μέση κι έμειναν
Σαντορίνη και Πάρος δεμένες σε παλιό ομφάλιο
να πλέουν στην λεκάνη με τα καθαρά.

Προηγήθηκε
ρυθμολογία βημάτων ακατάσχετων
μέχρι την μακρινή εγγύτητα
του κόκκινου ορίου της θάλασσας
κι από κει μια στάση
δίπλα στην πόρτα που χασκε
προς την μεριά του αχού και του αχ
της μεγαλύτερης και της μόνης αρχής

Ακολούθησε
απονενοημένη συρραφή
-ή έστω η προσπάθειά της-
ενώ ό,τι χωρίστηκε
-γνωρίζει η Έκρηξη-
δεν συναντήθηκε ξανά με την αρχή του.
Κάποιος καθάρισε το στίγμα στο χαλί.
Κάποιος άνοιξε τα παράθυρα να μπει αέρας στο σπίτι..
Στα ξύλινα πατώματα
έσβησε γρήγορα το σχήμα των λεπτών δαχτύλων.



Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Τα πετάλια

νέοι δρόμοι
ανθισμένη περιφορά
επιτάφιας θλίψης
βουίζει απέραντη
η θάλασσα
των ανθρώπων
γυαλίζουν λάφυρα
στον παιδικό λαιμό
κι ένα διαμάντι
μαύρο σαν κάρβουνο
και δύο μάτια
γυαλιά
στο τρυφερό φιλί
και στα σκαμμένα χέρια
η κίνηση της ασφάλτου
των πεζοδρόμων
ο κυματισμός
ένα ακίνητο ποδήλατο
αναπνέει παγωμένο
στην πιο ωραία
ισορροπία του



Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Κέντρο

Αυτού του δέντρου τα κλαδιά
όλα μονάχα στέκονται.
και μόνα τους κοιμούνται.

Η τεθλασμένη πλώρη τους
όλα δικά της τα ζητά.
κι όλα σαν ξένα τα θυμάται.

Κι ένα κλαδί ξεκρέμαστο
ένα σπαστό κλαδάκι
κλαδάκι ψάχνει να πιαστεί.

κι από του δέντρου την πληγη
του κλαδεμένου δέντρου,
του πληγωμένου το κορμί,

να βρει ψάχνει το κέντρο.



Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Τα γέλια

Στην μυθική πλευρά της καθημερινής μου μάσκας
αρνήθηκα μια μέρα να ξαπλώσω
και κατέφυγα απέναντι,
να φανταστώ τον άνθρωπο ως μη ρήμα,
κι όπου δεν ήταν δυνατό,
ως κάτι τέλεια αυθεντικό.

Πάτησα ένα σκαλί, ένα δέντρο, ένα βουνό,
να δω χωρίς κρίση, χωρίς αίσθημα,
χωρίς τους μυστικούς φίλους του παιδικού δωματίου μου,
να ακούσω χωρίς την μοίρα της γενιάς μου,
να αφήσω το δέρμα μου να ενωθεί
αντί να διαχωρίζομαι.

Τα ακούραστα χέρια μας, παρωδίες θεών, πλάθουν
ανακατεύοντας αίματα, κόκαλα, φωνές,
ζωές ώσπου τα ψαλιδωτά μας δάχτυλα να διαμορφώσουν
το αδιάφανό μας σώμα κι ώσπου τα αφώτιστα μάτια μας
να το σκιάσουν κι ώσπου το πανί της ψυχής να τεντώσει
κι οι ξύλινες καρέκλες να γεμίσουν μικρά γέλια.



Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Ποντίκια

Ένα ποντίκι διαλέγει
δόντι-δόντι
την ανάποδη πορεία της ουράς του
προς το σώμα.
γιατί;

Στέκεται κάπου στα μέσα,
μ´ ό,τι απέμεινε,
πάνω από αντανακλαστικά λασπόνερα:
«Καλά πάω από δω;» δαγκώνει.
«Καλά πας» το ίχνος του αίματος.

Μισό ποντίκι
Ελαφρύ πια
Καλπάζει στο όριο
μιας κόκκινης οδοντοστοιχίας.




Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Περί δρασκελισμών

Σ´ αυτήν την πόλη την βαριά
κάποτε με το βήμα του θεριστή
τώρα με το λύγισμα
του ανώνυμου στάχεος.
Μ´ ένα σώμα ισχνό
κρυμμένο σε παχύ σώμα
ανηλεώς αναδιατασσόμενο
στην μηχανή του λίγου
στην χώρα του τίποτα.

Στης στεγνωμένης βρύσης
το ανέκφραστο κύμα ακινητεί
ληγμένη ορμή και σιδερένια μοίρα.
Σ´ ένα σώμα παλιό
κρυμμένο στο αρχαίο σώμα
ανεπαισθήτως ζων
σαν ανοιγόκλεισμα βλεφάρου
σαν αθόρυβο πέταγμα
και σιγανή πνοή.



Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

Τι

Μια τόση δα λεξούλα
πόση αγένεια να χωρέσει;

Μου λέει η μαμά.
Μα η μαμά
δεν ξέρει τίποτα
για την ευαισθησία των μικρών πραγμάτων.



Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Φάγετε εξ αυτού πάσαι

Ο Πενθέας έχει σώμα ελέφαντα.
Την από γέννησης κομμένη προβοσκίδα
και το λιγνό κορμί του
νοσταλγεί,
με τα άκαμπτά του μάτια,
να λικνίζονται κάθε μέρα
σ΄ έναν πολύχρωμο
παραμορφωτικό καθρέφτη.

Κάποιος τυφλός αδερφός του
θα λυπηθεί τον φαγωμένο
Η μάνα του θα τον χορτάσει
Κοριτσάκι, γυναίκα, και παιδί
θα τρέχει διαρκώς τον κύκλο του
οινικού του θεού
αρνούμενος φάσκοντας
μισόντας παραδιδόμενος
κι ένα τοτέμ
θα χώσει στο στόμα του
για να πνιγεί
πριν η σχάση του θρέψει
το μητρικό παράδοξο.



Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Το αγόρι που άφησε πίσω τις μάγισσες

Στο στήθος της κρέμονται
όλα τα φώτα της πόλης
Τυχοδιώκτες κυνηγούν τις αγάπες
που σάπισαν μέσα της
Ωσαννά και σαβαχθανί σκουλαρίκια,
μετονομασμένες ενοχές γυαλίζουν
στολίδια ακούραστα
στην ευκαιρία του κάθε φωτός
αλλά
"όταν σου λένε «σ´ αγαπώ»
εσύ να ακούς μιαν άλλη λέξη”
της τραγουδώ με την μοιραία φωνή
της Κασσάνδρας.
Για την χαμένη υπόθεση του είναι,
κουβέντα κανείς.
Κι αυτή στο ξύλο της γερνάει
και μαθαίνει νέα ξόρκια.
(Επανάληψη)